Εισαγωγή
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται συνηθέστερα σε μονήρες αδένωμα παραθυρεοειδούς (85 %). Σπανιότερα μπορεί να οφείλεται σε υπερπλασία παραθυρεοειδών (9 – 12 %), διπλό αδένωμα (2-3 %) και σπανιότατα σε καρκίνο παραθυρεοειδούς (1 %). Οι σύγχρονες απεικονιστικές εξετάσεις μπορεί να βοηθήσουν στην αναγνώριση του υπερλειτουργούντος παθολογικού παραθυρεοειδικού ιστού πριν την επέμβαση. Η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή αποτελεί σήμερα την προτιμώμενη μέθοδο αντιμετώπισης του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού.
Τι είναι η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή
Η πρεοεγχειρητική αναγνώριση του υπερλειτουργούντος παραθυρεοειδικού ιστού (συνήθως αδενώματος) επιτρέπει την στοχευμένη χειρουργική προσπέλαση.Αυτή επιτυγχάνεται μέσω μικρής τομής, χωρίς εκτεταμένους χειρουργικούς χειρισμούς. Η αφαίρεση του αδενώματος που έχει εντοπιστεί προεγχειρητικά είναι θεραπευτική. Προϋποθεση είναι ο αξιόπιστος προεγχειρητικός εντοπισμός. Η προσπέλαση αυτή είναι γνωστή σαν ελάχιστα επεμβατική (ή στοχευμένη ή εκλεκτική) παραθυρεοειδεκτομή. Έχει αντικαταστήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την παλαιότερη τεχνική της αμφοτερόπλευρης διερεύνησης του τραχήλου καθώς παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα.
Πότε μπορεί να γίνει η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή
Η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή είναι μία σωστή επιλογή στην αντιμετώπιση των ασθενών με πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό στις εξής περιπτώσεις:
- Θετικές προεγχειρητικές μελέτες εντοπισμού (συνηθέστατα υπερηχογράφημα και σπινθηρογράφημα) που συμφωνούν μεταξύ τους
- Απουσία οικογενειακού ιστορικού ΡΗΡΤ
- Απουσία συνυπάρχουσας πάθησης του θυρεοειδούς για την οποία θα απαιτηθεί ταυτόχρονη χειρουργική επέμβαση
- Όταν δεν είναι ο ασθενής σε αγωγή με λίθιο (σε ψυχιατρικούς ασθενείς)
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Οφείλεται σε αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης (ΡΤΗ) από ένα μονήρες αδένωμα παραθυρεοειδούς (στο 85 % περίπου των περιπτώσεων), από πολλαπλά αδενώματα (5 %), υπερπλασία (8-10 %) ή καρκίνο παραθυρεοειδών (1 %). Παλιότερα θεωρούνταν σπάνια νόσος, σήμερα όμως ανιχνεύεται σε ποσοστό 0.1 – 0.3 % του γενικού πληθυσμού και αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία υπερασβεστιαιμίας. Σπάνια παρατηρείται πριν την εφηβεία και η μέγιστη επίπτωση (‘συχνότητα’) της νόσου παρατηρείται στην τρίτη και την τέταρτη δεκαετία της ζωής. Παρατηρείται με διπλάσια ή τριπλάσια συχνότητα σε γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.