Skip to main content
search

Ποιες παθολογικές καταστάσεις οδηγούν σε Δευτεροπαθή Υπερπαραθυρεοειδισμό;

Στον δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης σαν αντιρροπιστική απάντηση του οργανισμού σε μία άλλη υποκείμενη παθολογική κατάσταση, που συνήθως συνδυάζεται με διαταραχή του ισοζυγίου ασβεστίου και φωσφόρου. Κάποιες τέτοιες παθολογικές καταστάσεις είναι μεταξύ άλλων και οι εξής:

Γεώργιος Σακοράφας MD, PhD

Χειρουργός Θυρεοειδούς / Ενδοκρινών Αδένων – Γενικός Χειρουργός

  • Χρόνια νεφροπάθεια. Οι νεφροί είναι βασικά όργανα με τα οποία επιτυγχάνεται η αποβολή από τον οργανισμό άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού. Στις χρόνιες νεφροπάθειες, η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων φωσφόρου στο αίμα και την μειωμένη ενεργοποίηση της βιταμίνης D, που με τη σειρά της μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα (υποασβεστιαιμία). Σαν απάντηση του οργανισμού, οι παραθυροειδείς αδένες αυξάνουν την παραγωγή και την έκκριση παραθορμόνης, σε μία προσπάθεια να αυξηθούν τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα.
  • Έλλειμμα βιταμίνης D. Τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα είναι απαραίτητα για τη σωστή απορρόφηση του ασβεστίου από τον εντερικό σωλήνα. Τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση της απορρόφησης του ασβεστίου, πράγμα που επίσης συνοδεύεται από αύξηση των επιπέδων παραθορμόνης στο αίμα.
  • Σύνδρομα δυσαπορρόφησης (π.χ. κοιλιοκάκη, φλεγμονώδεις παθήσεις εντέρου, κλπ.). Στα σύνδρομα αυτά διαταράσσεται η απορρόφηση θρεπτικών ουσιών από το έντερο (συμπεριλαμβανομένου και του ασβεστίου), με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής και της έκκρισης παραθορμόνης.
  • Φάρμακα, όπως κάποια διουρητικά και αντιεπιληπτικά, μπορεί να επηρεάζουν το ισοζύγιο ασβεστίου και φωσφόρου στον οργανισμό και με τον τρόπο αυτό να προκαλέσουν αύξηση των επιπέδων παραθορμόνης στο αίμα.

Θεραπεία Δευτεροπαθούς Υπερπαραθυρεοειδισμού

Η θεραπεία του δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού έχει σαν στόχο τη σωστή αντιμετώπιση της υποκείμενης παθολογικής βλάβης που ευθύνεται για την εμφάνιση του δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά (χωρίς δηλαδή να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση). Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα ευρήματα στον κάθε συγκεκριμένο ασθενή και μπορεί να περιλαμβάνουν διαιτητικές αλλαγές, χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D, φάρμακα για την μείωση των επιπέδων της παραθορμόνης, αντιμετώπιση χρόνιας νεφροπάθειας, κλπ. Ειδικά στους ασθενείς με χρόνια νεφροπάθεια που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, η διατήρηση σχετικά σταθερών επιπέδων ασβεστίου και φωσφορικών κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης και η χορήγηση καλσιτριόλης προλαμβάνουν την εμφάνιση αλλοιώσεων από τα οστά.
Σε κάποιους ασθενείς με δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό μπορεί να αναπτυχθεί υπερπλασία των παραθυρεοειδών αδένων, που αρχίζουν και λειτουργούν σχετικά αυτόνομα. Στους περισσότερους ασθενείς με χρόνια νεφροπάθεια, που υποβάλλονται σε επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού, τα επίπεδα ασβεστίου ορού επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα και στη συνέχεια υποχωρεί η υπερπλασία των παραθυρεοειδών αδένων. Για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει κανείς να βιάζεται να προχωρήσει σε παραθυρεοειδεκτομή, αλλά -αντίθετα- θα πρέπει να περιμένει για ένα διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών. Αν μετά το διάστημα αυτό διαπιστωθεί βαριά υπερασβεστιαιμία, τότε θεωρείται ότι έχει πλέον αναπτυχθεί τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.
Οι ασθενείς με δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με τον θεράποντα γιατρό τους, ώστε να τύχουν της κατάλληλης διαγνωστικής διερεύνησης και θεραπευτικής αντιμετώπισης. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εξέλιξη της πάθησης και η εμφάνιση των επιπλοκών που αναφέρονται παρακάτω.

Ο Δευτεροπαθής Υπερπαραθυρεοειδισμός ως επιπλοκή στη Νεφρική Λειτουργία & στα Οστά

Όταν ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι επιπλοκή της νεφρικής ανεπάρκειας, τα επίπεδα φωσφορικών στο αίμα είναι συνήθως αυξημένα. Αντίθετα, στην δυσαπορρόφηση, στην οστεομαλακία ή στον ραχιτισμό, τα επίπεδα φωσφορικών στο αίμα είναι συχνά χαμηλά ή φυσιολογικά.
Ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός με οστικές βλάβες είναι μία αρκετά συχνή επιπλοκή της αιμοκάθαρσης και της περιτοναϊκής διάλυσης. Οι αλλοιώσεις των οστών που αναπτύσσονται στον δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό είναι ανάλογες με αυτές που παρατηρούνται στον πρωτογενή υπερπαραθυρεοειδισμό, συνήθως όμως είναι μεγαλύτερης βαρύτητας.

Ποιες σοβαρές επιπτώσεις έχει για τον οργανισμό ο Δευτεροπαθής Υπερπαραθυρεοειδισμός;

Η αυξημένη παραγωγή και έκκριση παραθορμόνης στον δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον οργανισμό, όπως:

 

  • Οστικές βλάβες. Τα αυξημένα επίπεδα παραθορμόνης στο αίμα ενεργοποιούν τους οστεοκλάστες που κινητοποιούν με τη συνέχεια το ασβέστιο από τα οστά, με αποτέλεσμα αρχικά την εμφάνιση οστεοπενίας και στη συνέχεια οστεοπόρωσης. Η αντοχή των οστών στις καταπονήσεις μειώνεται με τον μηχανισμό αυτό και σε παραμελημένες περιπτώσεις μπορεί να συμβούν ακόμη και παθολογικά κατάγματα (δηλαδή κατάγματα χωρίς άσκηση ιδιαίτερης βίας πάνω στα οστά).
  • Βλάβες από τους νεφρούς. Η συνηθέστερη βλάβη είναι η νεφρολιθίαση, που εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα της αυξημένης κινητοποίησης του ασβεστίου από τα οστά που στη συνέχεια εισέρχεται στο αίμα (σε αυξημένες συγκεντρώσεις – υπερασβεστιαιμία) και αποβάλλεται κατόπιν σε αυξημένη συγκέντρωση στα ούρα. Η αυξημένη συγκέντρωση ασβεστίου στα ούρα (υπερασβεστιουρία) μπορεί να προκαλέσει καθίζηση των αλάτων ασβεστίου στην αποχετευτική ουροφόρο οδό, με αποτέλεσμα την εμφάνιση νεφρολιθίασης.
  • Μυϊκή αδυναμία και εύκολη κόπωση. Οφείλονται στις διαταραχές του ισοζυγίου ασβεστίου και φωσφόρου που έχουν περιγραφεί παραπάνω και παρατηρούνται στον δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό.

Αριθμοί Επεμβάσεων έως 30/6/24

3497

Θυρεοειδεκτομές

746

Λεμφαδενικοί Καθαρισμοί

456

Παραθυρεοειδεκτομές
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ