Skip to main content
search

Τι είναι ο Θηλώδης Καρκίνος Θυρεοειδούς;

Ο Θηλώδης Καρκίνος Θυρεοειδούς ή το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς, αποτελεί τη συνηθέστερη μορφή κακοήθους όγκου του θυρεοειδούς. Το θηλώδες καρκίνωμα παρατηρείται συνήθως σε άτομα νεαρής ηλικίας, αυξάνεται αργά, μεθίσταται μέσω της λεμφικής οδού (στους τραχηλικούς λεμφαδένες, αρχικά). Χαρακτηριστική είναι η πολύ καλή πρόγνωση του θηλώδους καρκινώματος, ακόμη και όταν υπάρχουν μεταστάσεις στους τραχηλικούς λεμφαδένες.

Γεώργιος Σακοράφας MD, PhD

Χειρουργός Θυρεοειδούς / Ενδοκρινών Αδένων – Γενικός Χειρουργός

Το θυλακιώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς έχει επίσης καλή πρόγνωση και από κοινού με το θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς αποτελούν το λεγόμενο διαφοροποιημένο καρκίνωμα θυρεοειδούς.

Επιδημιολογία & Παράγοντες Κινδύνου Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Ο θηλώδης καρκίνος είναι η συνηθέστερη μορφή καρκίνου θυρεοειδούς και αντιστοιχεί στο 85 % του συνόλου των καρκίνων θυρεοειδούς. Αντιστοιχεί επίσης στο 3.4 % του συνόλου των καρκίνων στις ΗΠΑ και διαγιγνώσκεται συνηθέστερα σε άτομα ηλικίας 45 – 54  ετών, μπορεί εν τούτοις να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, ακόμη και στην παιδική. Υπολογίζεται ότι 1.2 % του συνόλου των ανδρών και γυναικών θα διαγνωστούν με καρκίνο θυρεοειδούς σε κάποια φάση της ζωής τους.

Η συχνότητα (επίπτωση) του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς έχει τριπλασιαστεί στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών (από 5 % το 1975 σε 15 % το 2020 ανά 100.000 πληθυσμού). Εκτιμάται ότι η συχνότητα (επίπτωση) του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς αυξάνεται με ρυθμό 3.8 % κατά μέσο όρο (τα τελευταία 10 χρόνια). Παρά ταύτα, η θνητότητα έχει παραμείνει σχετικά σταθερή (αύξηση κατά μέσο όρο κατά 0.7 % ανά έτος στη διάρκεια της παραπάνω περιόδου).

παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο θυρεοειδούς ( θηλώδους) είναι:

1. Ακτινοβολία κεφαλής/ τραχήλου. Παλαιότερα (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60) η ακτινοβολία κεφαλής/τραχήλου εφαρμόζονταν και για τη θεραπεία καλοήθων παθήσεων στα παιδιά, η θεραπευτική όμως αυτή τακτική εγκαταλείφθηκε καθώς αποδείχθηκε ότι έχει καρκινογόνο δράση επί του θυρεοειδούς. Καρκινογόνο δράση επί του θυρεοειδούς έχει επίσης η ακτινοβολία μετά από χρήση ατομικών όπλων (σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι παρατηρήθηκε έξαρση του καρκίνου του θυρεοειδούς για πολλά χρόνια μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας) όπως επίσης και μετά από ατυχήματα σε εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας (π.χ. Chernobyl).

2. Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις στη βιβλιογραφία ότι το θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς συνοδεύεται από αύξηση (έως και 10 φορές) του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου θυρεοειδούς σε άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας. Ο καρκίνος θυρεοειδούς αποτελεί εκδήλωση στα πλαίσια κάποιων κληρονομικών συνδρόμων (όπως στην οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση, στο σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 [ΜΕΝ2], στο σύνδρομo Cowden, στο σύμπλεγμα Carney, στο σύνδρομο Werner κλπ).

3. Άλλοι λιγότερο σαφείς παράγοντες κινδύνου είναι:

  • Ιστορικό έκθεσης σε διάφορους περιβαλλοντικούς βλαπτικούς παράγοντες ή σε βλαπτικούς παράγοντες στον χώρο της εργασίας.
  • Χρόνια ηπατίτιδα τύπoυ C.

Θεραπεία Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η θεραπεία του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς είναι κατά βάση χειρουργική (ολική θυρεοειδεκτομή). Αν και έχει προταθεί σε επιλεγμένους ασθενείς η εκτέλεση λιγότερο εκτεταμένης θυρεοειδεκτομής (λοβεκτομή με ισθμεκτομή), εντούτοις υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους προσωπικά αλλά και βάσει των βιβλιογραφικών δεδομένων προτιμούμε την ολική θυρεοειδεκτομή, η οποία προσφέρει οριστική λύση στο πρόβλημα του ασθενούς. Οι λιγότερο εκτεταμένες θυρεοειδεκτομές είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν προβλήματα μελλοντικά στον ασθενή, επιβαρύνοντας ακόμη και την πρόγνωση και την εξέλιξη της νόσου, ενώ μπορεί να απαιτηθούν και νέες χειρουργικές επεμβάσεις.

Δεδομένης της μεγάλης συχνότητας με την οποία παρατηρούνται μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου στους ασθενείς με θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς εγείρεται το ερώτημα του λεμφαδενικού καθαρισμού στους ασθενείς αυτούς (της αφαίρεσης δηλαδή των λεμφαδένων του τραχήλου). Ο λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου έχει θέση σε δύο περιπτώσεις:

  • Όταν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις (εύρημα στην κλινική εξέταση και τις απεικονιστικές εξετάσεις [υπερηχογραφική χαρτογράφηση λεμφαδένων τραχήλου]). Σε αυτή την περίπτωση ο λεμφαδενικός καθαρισμός χαρακτηρίζεται σαν «θεραπευτικός» και είναι υποχρεωτικός. Η έκτασή του καθορίζεται με βάση τα ευρήματα στη χαρτογράφηση των λεμφαδένων τραχήλου.
  • Σαν ‘προφυλακτικό ‘ μέτρο, σε ασθενείς στους οποίους δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες λεμφαδενικές μεταστάσεις βάσει του προεγχειρητικού διαγνωστικού ελέγχου (κυρίως βάσει της υπερηχογραφικής χαρτογράφησης λεμφαδένων τραχήλου). Σε αυτή την περίπτωση αφαιρούνται προφυλακτικά οι λεμφαδένες από το κεντρικό διαμέρισμα του τραχήλου (επίπεδο ή διαμέρισμα VI.

O ρόλος του προφυλακτικού κεντρικού λεμφαδενικού καθαρισμού στον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς παραμένει αμφιλεγόμενος. Στις περισσότερες δυτικές χώρες γίνεται επιλεκτικά, ενώ σε χώρες κυρίως της ‘Απω Ανατολής εφαρμόζεται συχνά σαν τακτική ρουτίνας. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο κεντρικός λεμφαδενικός καθαρισμός έχει κάποιες πιθανές επιπλοκές (όπως είναι η κάκωση των κάτω λαρυγγικών νεύρων και η μετεγχειρητική υποασβεστιαιμία [μετεγχειρητικός υποπαραθυρεοειδισμός]) και για το λόγο αυτό η εφαρμογή του στην πράξη εξατομικεύεται στον κάθε ασθενή. Για παράδειγμα, προφυλακτικός κεντρικός λεμφαδενικός καθαρισμός θα πρέπει να γίνεται πάντα σε ασθενείς με ευμεγέθεις (> 3 cm) θηλώδεις καρκίνους θυρεοειδούς. Παρά ταύτα, θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και μικροσκοπικοί (< 10 mm) θηλώδεις καρκίνοι θυρεοειδούς μπορεί να δώσουν μεταστάσεις στους λεμφαδένες του κεντρικού διαμερίσματος, που συχνά δεν απεικονίζονται στον υπερηχογραφικό έλεγχο καθώς είναι μικροσκοπικές (μικρομεταστάσεις). Θεωρείται πάντως πως οι μικρομεταστάσεις αυτές δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη βιολογική σημασία και δεν επιβαρύνουν την πρόγνωση του ασθενούς.
Σήμερα -όταν απαιτηθεί- εφαρμόζουμε στην πράξη τον λεγόμενο εκλεκτικό λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου (selective neck lymph node dissection) που είναι επίσης γνωστή και σαν λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου προσανατολισμένος στα διαμερίσματα του τραχήλου (compartment–oriented lymph node dissection), με τον οποίο επιτυγχάνονται ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα όπως και στον κλασικό τροποποιημένο λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου, χωρίς όμως μεγάλες τομές και αποφεύγοντας τους εκτεταμένους άσκοπους χειρουργικούς χειρισμούς στα διαμερίσματα του τραχήλου στα οποία δεν υπάρχει νόσος (μειώνοντας με τον τρόπο αυτό την νοσηρότητα της επέμβασης). Η τακτική αυτή εφαρμόζεται με απόλυτη ασφάλεια σε συνεργασία με έμπειρους ακτινολόγους που είναι σε θέση να μας εφοδιάσουν πριν την επέμβαση με αξιόπιστη χαρτογράφηση των λεμφαδένων του τραχήλου.
Μετεγχειρητικά – αναλόγως των αποτελεσμάτων της ιστολογικής εξέτασης και με βάση συγκεκριμένα κριτήρια– προχωρούμε στη χορήγηση επικουρικής (adjuvant) θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο παρουσιάζεται σε ξεχωριστή ενότητα στην ιστοσελίδα μας.
Μετά τη θυρεοειδεκτομή, ακολουθεί η χορήγηση θεραπείας καταστολής. Είναι προφανές ότι μετά την αφαίρεση του θυρεοειδούς θα χρειαστεί η χορήγηση από το στόμα θυροξίνης (λεβοθυροξίνης) για την κάλυψη των αναγκών του οργανισμού. Στον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς θα πρέπει η δόση της λεβοθυροξίνης να είναι μεγαλύτερη από αυτή που χορηγείται μετά από επεμβάσεις αφαίρεσης του θυρεοειδούς που γίνονται για καλοήθεις παθήσεις. Και αυτό γιατί με τις αυξημένες αυτές δόσεις λεβοθυροξίνης επιτυγχάνεται η μείωση των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) στο αίμα, μέσω του μηχανισμού της αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης (negative retrograde feedback). Τα επίπεδα της TSH είναι σκόπιμο να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (σε ‘καταστολή’) καθώς η TSH έχει διεγερτική δράση στα κύτταρα του θυρεοειδούς (και στα καρκινικά κύτταρα του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς) και επομένως με τα χαμηλά επίπεδα TSH (που επιτυγχάνει η θεραπεία καταστολής) αποφεύγεται η διέγερση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων που μπορεί να έχουν παραμείνει στον οργανισμό μετά την αρχική θεραπευτική αντιμετώπιση.

Βιολογική Συμπεριφορά Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς έχει γενικά καλοήθη βιολογική συμπεριφορά και αργή εξέλιξη. Παρά ταύτα, χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα λεμφαδενικών μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου (μέσω των λεμφικών αγγείων). Συχνά οι μεταστάσεις αυτές είναι μικροσκοπικές και χαρακτηρίζονται ως «μικρομεταστάσεις». Από άποψη βιολογικής συμπεριφοράς οι μικρομεταστάσεις αυτές θεωρούνται ότι δεν επηρεάζουν την πορεία του ασθενούς και την πρόγνωση της νόσου, ενώ παραμένουν συνήθως στάσιμες. Οι μακρινές μεταστάσεις παρατηρούνται πολύ σπάνια στον θηλώδη καρκίνο του θυρεοειδούς (σε ποσοστό < 2 %).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν κάποιοι επιμέρους ιστολογικοί υπότυποι του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περισσότερο επιθετική βιολογική συμπεριφορά σε σχέση με το κλασικό θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς, όπως για παράδειγμα ο υπότυπος από υψηλά κυλινδρικά κύτταρα, ο υπότυπος από κύτταρα εν είδει κεφαλής καρφίδος (hobnail variant), ο διάχυτα σκληρυντικός τύπος κλπ. Η γνώση του επιμέρους ιστολογικού υπότυπου έχει σημασία τόσο για την αξιολόγηση της πρόγνωσης όσο και για την επιλογή της σωστής θεραπευτικής αντιμετώπισης (π.χ. ανάγκη χορήγησης ραδιενεργού ιωδίου) αλλά και του περιοδικού μετεγχειρητικού ελέγχου (follow-up).
Στο θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων διεγείρεται από την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) και αυτό έχει σημασία για την μετά την θυρεοειδεκτομή αγωγή (χορήγηση θυροξίνης σε σχετικά αυξημένες δόσεις, ώστε να επιτευχθεί πτώση των επιπέδων TSH [‘καταστολή της TSH’, ‘θεραπεία καταστολής’]).
Η πρόγνωσή του είναι εξαιρετική, με ποσοστά 10ετούς ίασης να πλησιάζουν το 99 % στα αρχικά στάδια της νόσου. Η πρόγνωση παραμένει εξαιρετική ακόμη και παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων, όπως φαίνεται από τα πολύ υψηλά ποσοστά επιβίωσης (5ετούς και απώτερης).

Συμπτώματα Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

1. Όζος – Ψηλαφητή Μάζα στον Θυρεοειδή

Συνηθέστατα ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται υπό την μορφή όζου. Σαν όζος περιγράφεται κάθε ογκόμορφη βλάβη του θυρεοειδούς διακριτή από το υπόλοιπο θυρεοειδικό  ιστό. Οι όζοι είναι πολύ συχνοί στο γενικό πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι αν γίνει υπερηχογράφημα στο γενικό πληθυσμό όζοι -ποικίλης διαμέτρου- θα βρεθούν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (έως και 70 %). Καρκίνος θυρεοειδούς υποκρύπτεται σε ένα ποσοστό 5 – 8 % των όζων αυτών.

Έχει επομένως σημασία να διακρίνουμε ποιοι από τους όζους του θυρεοειδούς (που είναι πολύ συχνοί) μπορεί να υποκρύπτουν καρκίνο. Από την άποψη του υπό παρουσίαση θέματος (καρκίνος θυρεοειδούς και συμπτώματα) ύποπτα ευρήματα θεωρούνται η σκληρή υφή του όζου και η καθήλωσή του στους γύρω ιστούς.

Τυπικά ο καρκίνος θυρεοειδούς έχει πολύ σκληρή υφή (πετρώδης υφή). Οι καλοήθεις όζοι -αντίθετα- έχουν συνήθως μαλακή υφή. Η καθήλωση του όζου στους γύρω ιστούς είναι επίσης μία χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση με την οποία μπορεί να παρουσιαστεί ο καρκίνος του θυρεοειδούς. Η καθήλωση αυτή υποδηλώνει την επέκταση του καρκίνου στα γειτονικά όργανα (διήθηση παρακειμένων οργάνων). Αποτελεί δηλαδή κλινική εκδήλωση τοπικά προχωρημένου καρκίνου θυρεοειδούς. Αντίθετα, οι καλοήθεις όζοι είναι κινητοί καθώς δεν διηθούν ποτέ (δεν επεκτείνονται) στα διπλανά όργανα/ιστούς. Οι κακοήθεις όζοι (καρκίνος θυρεοειδούς) παρουσιάζουν επίσης σταδιακή αύξηση του μεγέθους τους.

Σπανιότερα, ο καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να εμφανιστεί σαν διάχυτη διόγκωση του αδένα (υπό τη μορφή βρογχοκήλης). Αυτό παρατηρείται συνηθέστερα σε πολυεστιακό καρκίνωμα θυρεοειδούς, δηλαδή σε μία μορφή καρκίνου όπου παρατηρούνται πολλά σημεία στα οποία αναπτύσσεται καρκίνος θυρεοειδούς μέσα στον αδένα.

2. Διόγκωση Λεμφαδένων Τραχήλου

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς συχνά δίνει μεταστάσεις (μεθίσταται) στους λεμφαδένες του τραχήλου. Η παρουσία ψηλαφητών τραχηλικών λεμφαδένων θα πρέπει να θεωρείται σαν μία ένδειξη ότι υπάρχει καρκίνος θυρεοειδούς, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει όζος θυρεοειδούς, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Και πάλι τυπικά οι μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου εκδηλώνονται υπό τη μορφή σκληρής υφής ψηλαφητής μάζας. Οι παθολογικοί λεμφαδένες μπορεί να εντοπίζονται είτε μπροστά από την τραχεία ή εκατέρωθεν αυτής (στο λεγόμενο κεντρικό διαμέρισμα) είτε στα πλάγια του τραχήλου (στα λεγόμενα πλάγια ανατομικά διαμερίσματα αυτού). Θα πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι για να γίνουν ψηλαφητοί οι παθολογικοί λεμφαδένες θα πρέπει να έχουν σχετικά μεγάλο μέγεθος. Τονίζεται ότι μπορεί να υπάρχουν παθολογικοί λεμφαδένες (δηλαδή λεμφαδένες με μετάσταση από καρκίνο θυρεοειδούς) χωρίς να είναι αντιληπτοί οπτικά ή ψηλαφητικά. Αυτό συμβαίνει όταν έχουν μικρό σχετικά μέγεθος και ιδιαίτερα όταν βρίσκονται σε εν τω βάθει θέση στον τράχηλο. Η διάγνωση σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατή μόνο με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος.

3. Βράγχος Φωνής (Βραχνάδα)

Η πρόσφατη εμφάνιση βράγχους φωνής (‘βραχνάδας’) θα πρέπει να θεωρείται σαν ένα ύποπτο εύρημα που μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία καρκίνου θυρεοειδούς. Σε αυτή την περίπτωση το βράγχος φωνής οφείλεται σε επέκταση του καρκίνου στα νεύρα που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές (διήθηση παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων από τον καρκίνο). Αν και υπάρχουν και πολλές άλλες αιτίες  που μπορεί να προκαλέσουν βράγχος φωνής (π.χ. πολύποδες φωνητικών χορδών), θα πρέπει κανείς στους ασθενείς αυτούς να αποκλείσει τον καρκίνο θυρεοειδούς.

4. Πόνος

5. Αίσθημα βάρους στον τράχηλο

6. Αίσθημα ξένου σώματος στον τράχηλο

7. Δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια, από πίεση ή διήθηση της τραχείας)

8. Δυσκολία στην κατάποση (δυσκαταποσία, από πίεση ή διήθηση του οισοφάγου)

9. Επίμονος βήχας

10. Διάρροια – Εξάψεις με ερυθρότητα στο πρόσωπο (σε μία ειδική μορφή καρκίνου θυρεοειδούς [μυελοειδές καρκίνωμα] λόγω αυξημένης παραγωγής καλσιτονίνης, όταν υπάρχει εκτεταμένη διασπορά [μεταστάσεις] της νόσου)

Διάγνωση Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς τίθεται με βάση τον κλινικο-εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, ενώ τεκμηριώνεται με κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης (όπως θα περιγραφεί παρακάτω).

Απεικονιστικός Έλεγχος Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ

Το υπερηχογράφημα αποτελεί σήμερα την πιο βασική εξέταση στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών με παθήσεις θυρεοειδούς. Καθώς οι όζοι θυρεοειδούς αποτελούν την συνηθέστερη μορφή με την οποία εκδηλώνεται ο καρκίνος θυρεοειδούς έχει ιδιαίτερη σημασία η αξιολόγηση των υπερηχογραφικών τους χαρακτήρων, ώστε να προσδιοριστεί η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς. Υπάρχουν συγκεκριμένα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά, με βάση τα οποία είναι δυνατή η αξιολόγηση της πιθανότητας να υποκρύπτεται καρκίνος σε έναν όζο θυρεοειδούς.
Ύποπτα για καρκίνο υπερηχογραφικά ευρήματα σε έναν όζο θυρεοειδούς είναι μεταξύ άλλων και τα εξής:

  • Παρουσία μικροαποτιτανώσεων
  • Ακανόνιστα πολυλοβωτά όρια του όζου
  • Εξωθυρεοειδική επέκταση του όζου
  • Κατακόρυφος προσανατολισμός [Επιμήκης διάμετρος μεγαλύτερη της εγκαρσίας του όζου (taller than wide)]
  • Υποηχογενής όζος
  • Αυξημένη εσωτερική χαοτική αγγείωση
  • Συνύπαρξη παθολογικά διογκωμένων τραχηλικών λεμφαδένων

Ανάλογα με τα ευρήματα προτείνεται σήμερα η υπερηχογραφική κατηγοριοποίηση των όζων με το σύστημα EU-TIRADS. H πιθανότητα καρκίνου είναι μεγαλύτερη στις κατηγορίες EU-TIRADS 4 και EU-TIRADS 5 (έως 17% και έως 87 %, αντίστοιχα).
Πέραν του θυρεοειδούς, στο υπερηχογράφημα ΠΡΕΠΕΙ να ελέγχονται και οι λεμφαδένες του τραχήλου, σε όλη του την έκταση, από το ύψος της κάτω γνάθου μέχρι τις κλείδες και το στέρνο. Και αυτό γιατί στον καρκίνο θυρεοειδούς συχνά υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις. Υπερηχογραφικά ευρήματα για παρουσία μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου είναι:
Τα βασικά ευρήματα στο υπερηχογράφημα τραχήλου που υποδηλώνουν την ύπαρξη μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου από καρκίνο θυρεοειδούς είναι:

1. Αποτιτανώσεις

2. Κυστική εκφύλιση

3. Απώλεια της λιπώδους ηχογενούς πύλης του λεμφαδένα

4. Υπερηχογένεια

5. Αποστρογγυλωμένο σχήμα

6. Παθολογική αγγείωση

Από τους παραπάνω υπερηχογραφικούς χαρακτήρες, τα πλέον ύποπτα ευρήματα είναι οι αποτιτανώσεις και η κυστική εκφύλιση. Τα υπερηχογραφικά αυτά ευρήματα δεν παρατηρούνται σε φυσιολογικούς ή αντιδραστικούς λεμφαδένες. Ειδικά όσον αφορά την κυστική εκφύλιση των λεμφαδενικών μεταστάσεων, παρατηρείται σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών (10 – 25 %), και συνηθέστερα στο θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς).
Όταν υπάρχει έστω και ένα από τα παραπάνω υπερηχογραφικά ευρήματα, θα πρέπει να δημιουργείται υπόνοια για την ύπαρξη λεμφαδενικών μεταστάσεων στους τραχηλικούς λεμφαδένες από καρκίνο θυρεοειδούς. Όσο περισσότερα από τα παραπάνω υπερηχογραφικά ευρήματα υπάρχουν, τόσο πιθανότερη είναι η ύπαρξη λεμφαδενικών μεταστάσεων.

ΑΞΟΝΙΚΗ / ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, o αξιόπιστος προεγχειρητικός έλεγχος των ασθενών με όζους θυρεοειδούς γίνεται με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος, που είναι μία αξιόπιστη, ευρέως διαθέσιμη, φθηνή εξέταση χωρίς ακτινοβολία. Σπάνια εντούτοις μπορεί να χρειαστεί αξονική (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI). Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι εξής:

  • Μεγάλου βαθμού κατάδυση ενός ευμεγέθους όζου ή διογκωμένου θυρεοειδούς στο μεσοθωράκιο, όπου το υπερηχογράφημα αδυνατεί να προσδιορίσει το ακριβές βάθος (λόγω παρεμβολής του στέρνου). Η CT/MRI μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς το βάθος κατάδυσης οπισθοστερνικά, έτσι ώστε ο χειρουργός θυρεοειδούς να είναι έτοιμος πριν την επέμβαση για όλα τα ενδεχόμενα όσον αφορά την εξέλιξη της επέμβασης.Εξαιρετικά σπάνια μπορεί να χρειαστεί στερνοτομή, στη συντριπτική εντούτοις πλειοψηφία των περιπτώσεων (πρακτικά πάντα) μπορεί να γίνει ‘εκμαίευση’ του καταδυόμενου θυρεοειδικού παρεγχύματος μέσω της τραχηλικής τομής, χωρίς στερνοτομή.
  • Υποψία διήθησης παρακειμένων οργάνων από καρκίνο θυρεοειδούς (π.χ. τραχείας, οισοφάγου).
  • Αξιολόγηση του εύρους του αυλού τραχείας ή της παρεκτόπισης αυτής σε λίαν ευμεγέθεις όζους / καρκίνους που ασκούν πίεση επ’ αυτής προκαλώντας σημαντική στένωση του αυλού της. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να προετοιμαστεί κατάλληλα ο αναισθησιολόγος για μία πιθανόν δύσκολη διασωλήνωση, επιλέγοντας τον κατάλληλο τραχειοσωλήνα και φροντίζοντας ενδεχομένως για την ύπαρξη ινοοπτικού βρογχοσκοπίου στο χειρουργείο).
ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΩΝ (ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ, PET/CT scan)

H τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan) είναι μία εξέταση η οποία χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά στην ογκολογία, τόσο για τη σταδιοποίηση των κακοήθων νεοπλασμάτων όσο και για την παρακολούθηση των ασθενών μετά την αρχική θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η γενική αρχή της χρήσης της FDG στους ογκολογικούς ασθενείς βασίζεται στο γεγονός ότι τα καρκινικά (νεοπλασματικά) κύτταρα προσλαμβάνουν και μεταβολίζουν το ραδιοφάρμακο σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους πέριξ υγιείς ιστούς. Υπάρχει έτσι η δυνατότητα ‘λειτουργικής’ (βιολογικής/μεταβολικής) απεικόνισης.
Η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων δεν συνιστάται στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών με όζο ή καρκίνο θυρεοειδούς σαν εξέταση ρουτίνας. Υπάρχουν εντούτοις κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση των ασθενών με αυξημένο κίνδυνο/ υποψία υποτροπής του καρκίνου θυρεοειδούς (π.χ. αυξανόμενες τιμές θυρεοσφαιρίνης). Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αρχικά οι συνήθεις μέθοδοι απεικόνισης (υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα). Αν ο εντοπισμός της εστίας υποτροπής δεν αναγνωριστεί με τις μεθόδους αυτές, η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων μπορεί να είναι μία χρήσιμη εναλλακτική διαγνωστική μέθοδος.

ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Το σπινθηρογράφημα ήταν παλαιότερα μία αρκετά συνήθης μέθοδος διαγνωστικής διερεύνησης των ασθενών με παθήσεις του θυρεοειδούς. Βασική παλαιότερα ήταν η διάκριση των όζων σε ‘θερμούς΄ και ΄ψυχρούς΄ (αυξημένη και μειωμένη, αντίστοιχα, πρόσληψη του ραδιοϊσοτόπου σε σχέση με το υπόλοιπο θυρεοειδικό παρέγχυμα). Η διάκριση αυτή είχε κλινικό ενδιαφέρον καθώς η πιθανότητα κακοήθειας θεωρούνται μικρή (< 3 %) στους θερμούς όζους, σε αντίθεση με τους ψυχρούς, όπου η πιθανότητα καρκίνου κυμαίνεται από 15 – 20 % (κατ’ άλλους έως και 25 %).
Σήμερα, εντούτοις, στους ασθενείς με όζους θυρεοειδούς το σπινθηρογράφημα χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν καθώς έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από το υπερηχογράφημα το οποίο – σε συνδυασμό με την παρακέντηση με λεπτή βελόνη (Fine-Needle Aspiration Cytology, FNAC, βλ. παρακάτω) – αποτελούν τις βασικές διαγνωστικές μεθόδους για τον αποκλεισμό της ύπαρξης κακοήθειας.
Χρήσιμο εντούτοις παραμένει το σπινθηρογράφημα στους ασθενείς με όζο θυρεοειδούς και υπερθυρεοειδισμό (χαμηλά επίπεδα TSH). Στους ασθενείς αυτούς, με τη βοήθεια του σπινθηρογραφήματος μπορεί να διακριθεί αν η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς οφείλεται σε αυξημένη λειτουργική δραστηριότητα μόνον του όζου (στην περίπτωση αυτή πρόκειται για τοξικό αδένωμα) ή σε διάχυτη υπερλειτουργία του θυρεοειδικού ιστού (τοξική βρογχοκήλη) εντός του οποίου απλά συνυπάρχει ένας (μη λειτουργικός) όζος. Η διάκριση αυτή έχει πρακτική σημασία στην κλινική πράξη.

Παρακέντηση με Λεπτή Βελόνη (FNA)

Σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα είναι η βασικότερη μέθοδος ελέγχου για την διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς. Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, ο καρκίνος θυρεοειδούς εκδηλώνεται συνηθέστερα υπό την μορφή όζου. Όταν ο όζος είναι ψηλαφητός, η παρακέντηση μπορεί να γίνει άμεσα με τη βοήθεια της ψηλάφησης, σήμερα όμως είναι καλύτερα να γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση έτσι ώστε να ληφθεί υλικό με τη βελόνη από την πιο αντιπροσωπευτική θέση. Με την κατευθυνόμενη με υπερήχους παρακέντηση είναι δυνατή η λήψη υλικού για κυτταρολογική εξέταση και από μη ψηλαφητούς όζους.
Γενικά FNA συνιστάται για όζους διαμέτρου άνω των 10 mm (κατ’ άλλους > 15 mm). Εντούτοις, ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να αναγνωρίσει στο υπερηχογράφημα -ακόμη και σε μικρούς όζους (κάτω των 10 mm)-ύποπτους ηχομορφολογικούς χαρακτήρες και να εκτελέσει κατευθυνόμενη παρακέντηση ακόμη και σε αυτούς. Όταν στο υπερηχογράφημα υπάρχουν πολλαπλοί όζοι ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να επιλέξει αυτούς που θα πρέπει να παρακεντηθούν με βάση τους ύποπτους ηχομορφολογικούς τους χαρακτήρες (βλ. παραπάνω).
Τα αποτελέσματα της κυτταρολογικής εξέτασης ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda).

Σύστημα Ταξινόμησης Bethesda

Bethesda I

H ταξινόμηση Bethesda I σημαίνει ότι το υλικό που ελήφθη είναι ακατάλληλο ή μη διαγνωστικό. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν περιέχονται κύτταρα θυρεοειδούς μέσα στο υλικό που ελήφθη με την παρακέντηση. Τυπικό παράδειγμα είναι η παρακέντηση ενός κυστικού όζου όπου αναρροφάται υγρό, που συνηθέστατα δεν περιέχει κύτταρα (‘ακυτταρικό’ υλικό). Για να αποφευχθεί μία τέτοια απάντηση (που πρακτικά σημαίνει αποτυχία της παρακέντησης) στα περισσότερα εργαστήρια γίνεται εξέταση του υλικού λήψης επιτοπίως (on-site) ώστε να επιβεβαιωθεί ότι έχει ληφθεί το κατάλληλο υλικό για κυτταρολογική εξέταση.

Bethesda II

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει καλοήθη αδενωματώδη όζο. Η πιθανότητα κακοήθειας σε αυτή την περίπτωση είναι εξαιρετικά μικρή ( < 3 %). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται και άλλες παράμετροι υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση για την θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενούς, όπως:
Υπόλοιποι χαρακτήρες του όζου στο υπερηχογράφημα
Μέγεθος όζου
Πιεστικά φαινόμενα από παρακείμενα όργανα (συνήθως από τραχεία και σπανιότερα από οισοφάγο)
Αισθητικό πρόβλημα
Προτιμήσεις ασθενούς μετά από πλήρη ενημέρωση για τις διαθέσιμες επιλογές

Bethesda III

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει την παρουσία είτε ατυπίας απροσδιόριστης σημασίας (AUS, atypia of undetermined significance) είτε θυλακιώδους βλάβης απροσδιόριστης σημασίας (FLUS, follicular lesion of undetermined significance). Η παρουσία ατυπίας υποδηλώνει ένα αρχικό στάδιο στο φάσμα των σταδιακών μεταβολών που ξεκινούν από τον καλοήθη όζο εξελισσόμενες σταδιακά μέχρι την ανάπτυξη καρκίνου. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος στην περίπτωση αυτή κυμαίνεται έως 15 %.

Bethesda IV

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει την υποψία ή την παρουσία θυλακιώδους νεοπλάσματος. Το θυλακιώδες νεόπλασμα μπορεί να είναι είτε καλόηθες (αδένωμα) είτε κακόηθες (θυλακιώδες καρκίνωμα). Η διαφορική διάγνωση είναι αδύνατη με την παρακέντηση και την κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης, ακόμη και με την ταχεία βιοψία στην διάρκεια της επέμβασης. Η ακριβής διάγνωση μπορεί να τεθεί οριστικά με την ιστολογική εξέταση του χειρουργικού παρασκευάσματος μετά χειρουργική εκτομή. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς σε αυτή την περίπτωση είναι 15 – 30 %.

Bethesda V

H ταξινόμηση αυτή σημαίνει ότι τα ευρήματα της κυτταρολογικής εξέτασης του υλικού που έχει ληφθεί με την παρακέντηση εγείρουν την υπόνοια καρκίνου θυρεοειδούς. Σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς είναι αρκετά μεγάλη (έως 85 %).

Bethesda VI

Η ταξινόμηση αυτή σημαίνει ότι η κυτταρολογική εξέταση του υλικού που έχει ληφθεί με την παρακέντηση του όζου είναι θετική για καρκίνο θυρεοειδούς. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς σε αυτή την περίπτωση αγγίζει το 99 %.

Επέμβαση γενικά συνιστάται στις κατηγορίες Bethesda VI (παρουσία θηλώδους καρκίνου), Bethesda V (υποψία θηλώδους καρκίνου), Bethesda IV (θυλακιώδες νεόπλασμα ή υποψία αυτού) και Bethesda III (ατυπία απροσδιόριστης σημασίας ή θυλακιώδες νεόπλασμα απροσδιόριστης σημασίας). Στην κατηγορία Bethesda II (καλοήθης βλάβη, θυλακιώδες αδενωματώδης όζος) είναι πιθανόν να απαιτηθεί επέμβαση και για άλλους λόγους (π.χ. μεγάλο μέγεθος όζου, αισθητικοί λόγοι, πιεστικά φαινόμενα κλπ.).
Σημειώνεται ότι παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA) και κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης μπορεί να χρειαστεί να γίνει και σε τυχόν ύποπτους τραχηλικούς λεμφαδένες. Με την τακτική αυτή μπορεί να τεκμηριωθεί η παρουσία λεμφαδενικής διασποράς (μετάστασης) του καρκίνου θυρεοειδούς, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για το σωστό σχεδιασμό της χειρουργικής επέμβασης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε η κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης ενός ύποπτου λεμφαδένα μπορεί να είναι ψευδώς αρνητικό (δηλαδή να μην δείχνει την παρουσία καρκινικών κυττάρων ενώ υπάρχει μετάσταση) σε ένα σημαντικό ποσοστό (10 %, κατ’ άλλους μέχρι 25 – 30 %). Για το λόγο αυτό θα πρέπει πάντα να γίνεται – μαζί με την κυτταρολογική εξέταση – και μέτρηση των επιπέδων θυρεοσφαιρίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης μετά τη λήψη του με παρακέντηση του ύποπτου λεμφαδένα.

Εργαστηριακός Έλεγχος Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

  • Ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς δεν συνοδεύεται από διαταραχές των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Μπορεί εντούτοις να υπάρχουν οι διαταραχές αυτές όταν ο καρκίνος αναπτύσσεται σε ασθενείς με συνυπάρχοντα υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό.
  • Η αυξημένη θυρεοσφαιρίνη ορού – αν και από πολλούς θεωρείται ως ύποπτο εύρημα – μπορεί να είναι αυξημένη και σε άλλες καλοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αξιόπιστος ‘δείκτης’ για τη διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς. Έχει εντούτοις ιδιαίτερη αξία για την παρακολούθηση του ασθενούς με καρκίνο θυρεοειδούς (διαφοροποιημένο [θηλώδη / θυλακιώδη]) μετά την αρχική του θεραπευτική αντιμετώπιση.

Άρθρα σχετικά με Θηλώδη Καρκίνο Θυρεοειδούς

Θέματα σχετικά με τον Καρκίνο Θυρεοειδούς

Αριθμοί Επεμβάσεων έως 30/6/24

3497

Θυρεοειδεκτομές

746

Λεμφαδενικοί Καθαρισμοί

456

Παραθυρεοειδεκτομές
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ