Skip to main content
search

Τι είναι ο Καρκίνος Θυρεοειδούς & Ποιες οι μορφές του;

Υπό τον όρο «καρκίνος θυρεοειδούς» περιλαμβάνεται μία ετερογενής κατηγορία κακοήθων νεοπλασμάτων, των οποίων η βιολογική συμπεριφορά ποικίλει ευρέως.

Στο ένα άκρο του φάσματος είναι το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς, που αποτελεί τη συνηθέστερη μορφή κακοήθους όγκου του θυρεοειδούς. Το θηλώδες καρκίνωμα παρατηρείται συνήθως σε άτομα νεαρής ηλικίας, αυξάνεται αργά, μεθίσταται μέσω της λεμφικής οδού (στους τραχηλικούς λεμφαδένες, αρχικά). Χαρακτηριστική είναι η πολύ καλή πρόγνωση του θηλώδους καρκινώματος, ακόμη και όταν υπάρχουν μεταστάσεις στους τραχηλικούς λεμφαδένες.

Γεώργιος Σακοράφας MD, PhD

Χειρουργός Θυρεοειδούς / Ενδοκρινών Αδένων – Γενικός Χειρουργός

Το θυλακιώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς έχει επίσης καλή πρόγνωση και από κοινού με το θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς αποτελούν το λεγόμενο διαφοροποιημένο καρκίνωμα θυρεοειδούς.

Στο άλλο άκρο του φάσματος (από άποψη βιολογικής συμπεριφοράς) είναι το αδιαφοροποίητο (ή αναπλαστικό) καρκίνωμα του  θυρεοειδούς που παρατηρείται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά επιθετική βιολογική συμπεριφορά.

Ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές καρκίνου θυρεοειδούς (από άποψη βιολογικής συμπεριφοράς) βρίσκεται το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς.

Πέραν του καρκίνου θυρεοειδούς, υπάρχουν και άλλες, σπανιότερες μορφές κακοήθων όγκων του θυρεοειδούς που παρουσιάζονται σε ξεχωριστή ενότητα (όπως το λέμφωμα θυρεοειδούς, τα σαρκώματα και οι μεταστατικοί όγκοι).

Περιεχόμενα

Επιδημιολογία & Παράγοντες Κινδύνου Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Ο θηλώδης καρκίνος είναι η συνηθέστερη μορφή καρκίνου θυρεοειδούς και αντιστοιχεί στο 85 % του συνόλου των καρκίνων θυρεοειδούς. Αντιστοιχεί επίσης στο 3.4 % του συνόλου των καρκίνων στις ΗΠΑ και διαγιγνώσκεται συνηθέστερα σε άτομα ηλικίας 45 – 54  ετών, μπορεί εν τούτοις να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, ακόμη και στην παιδική. Υπολογίζεται ότι 1.2 % του συνόλου των ανδρών και γυναικών θα διαγνωστούν με καρκίνο θυρεοειδούς σε κάποια φάση της ζωής τους.

Η συχνότητα (επίπτωση) του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς έχει τριπλασιαστεί στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών (από 5 % το 1975 σε 15 % το 2020 ανά 100.000 πληθυσμού). Εκτιμάται ότι η συχνότητα (επίπτωση) του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς αυξάνεται με ρυθμό 3.8 % κατά μέσο όρο (τα τελευταία 10 χρόνια). Παρά ταύτα, η θνητότητα έχει παραμείνει σχετικά σταθερή (αύξηση κατά μέσο όρο κατά 0.7 % ανά έτος στη διάρκεια της παραπάνω περιόδου).

παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο θυρεοειδούς ( θηλώδους) είναι:

1. Ακτινοβολία κεφαλής/ τραχήλου. Παλαιότερα (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60) η ακτινοβολία κεφαλής/τραχήλου εφαρμόζονταν και για τη θεραπεία καλοήθων παθήσεων στα παιδιά, η θεραπευτική όμως αυτή τακτική εγκαταλείφθηκε καθώς αποδείχθηκε ότι έχει καρκινογόνο δράση επί του θυρεοειδούς. Καρκινογόνο δράση επί του θυρεοειδούς έχει επίσης η ακτινοβολία μετά από χρήση ατομικών όπλων (σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι παρατηρήθηκε έξαρση του καρκίνου του θυρεοειδούς για πολλά χρόνια μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας) όπως επίσης και μετά από ατυχήματα σε εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας (π.χ. Chernobyl).

2. Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις στη βιβλιογραφία ότι το θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς συνοδεύεται από αύξηση (έως και 10 φορές) του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου θυρεοειδούς σε άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας. Ο καρκίνος θυρεοειδούς αποτελεί εκδήλωση στα πλαίσια κάποιων κληρονομικών συνδρόμων (όπως στην οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση, στο σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 [ΜΕΝ2], στο σύνδρομo Cowden, στο σύμπλεγμα Carney, στο σύνδρομο Werner κλπ).

3. Άλλοι λιγότερο σαφείς παράγοντες κινδύνου είναι:

  • Ιστορικό έκθεσης σε διάφορους περιβαλλοντικούς βλαπτικούς παράγοντες ή σε βλαπτικούς παράγοντες στον χώρο της εργασίας.
  • Χρόνια ηπατίτιδα τύπoυ C.

Θεραπεία Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η θεραπεία του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς είναι κατά βάση χειρουργική (ολική θυρεοειδεκτομή). Αν και έχει προταθεί σε επιλεγμένους ασθενείς η εκτέλεση λιγότερο εκτεταμένης θυρεοειδεκτομής (λοβεκτομή με ισθμεκτομή), εντούτοις υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους προσωπικά αλλά και βάσει των βιβλιογραφικών δεδομένων προτιμούμε την ολική θυρεοειδεκτομή, η οποία προσφέρει οριστική λύση στο πρόβλημα του ασθενούς. Οι λιγότερο εκτεταμένες θυρεοειδεκτομές είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν προβλήματα μελλοντικά στον ασθενή, επιβαρύνοντας ακόμη και την πρόγνωση και την εξέλιξη της νόσου, ενώ μπορεί να απαιτηθούν και νέες χειρουργικές επεμβάσεις.

Δεδομένης της μεγάλης συχνότητας με την οποία παρατηρούνται μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου στους ασθενείς με θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς εγείρεται το ερώτημα του λεμφαδενικού καθαρισμού στους ασθενείς αυτούς (της αφαίρεσης δηλαδή των λεμφαδένων του τραχήλου). Ο λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου έχει θέση σε δύο περιπτώσεις:

  • Όταν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις (εύρημα στην κλινική εξέταση και τις απεικονιστικές εξετάσεις [υπερηχογραφική χαρτογράφηση λεμφαδένων τραχήλου]). Σε αυτή την περίπτωση ο λεμφαδενικός καθαρισμός χαρακτηρίζεται σαν «θεραπευτικός» και είναι υποχρεωτικός. Η έκτασή του καθορίζεται με βάση τα ευρήματα στη χαρτογράφηση των λεμφαδένων τραχήλου.
  • Σαν ‘προφυλακτικό ‘ μέτρο, σε ασθενείς στους οποίους δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες λεμφαδενικές μεταστάσεις βάσει του προεγχειρητικού διαγνωστικού ελέγχου (κυρίως βάσει της υπερηχογραφικής χαρτογράφησης λεμφαδένων τραχήλου). Σε αυτή την περίπτωση αφαιρούνται προφυλακτικά οι λεμφαδένες από το κεντρικό διαμέρισμα του τραχήλου (επίπεδο ή διαμέρισμα VI.

O ρόλος του προφυλακτικού κεντρικού λεμφαδενικού καθαρισμού στον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς παραμένει αμφιλεγόμενος. Στις περισσότερες δυτικές χώρες γίνεται επιλεκτικά, ενώ σε χώρες κυρίως της ‘Απω Ανατολής εφαρμόζεται συχνά σαν τακτική ρουτίνας. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο κεντρικός λεμφαδενικός καθαρισμός έχει κάποιες πιθανές επιπλοκές (όπως είναι η κάκωση των κάτω λαρυγγικών νεύρων και η μετεγχειρητική υποασβεστιαιμία [μετεγχειρητικός υποπαραθυρεοειδισμός]) και για το λόγο αυτό η εφαρμογή του στην πράξη εξατομικεύεται στον κάθε ασθενή. Για παράδειγμα, προφυλακτικός κεντρικός λεμφαδενικός καθαρισμός θα πρέπει να γίνεται πάντα σε ασθενείς με ευμεγέθεις (> 3 cm) θηλώδεις καρκίνους θυρεοειδούς. Παρά ταύτα, θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και μικροσκοπικοί (< 10 mm) θηλώδεις καρκίνοι θυρεοειδούς μπορεί να δώσουν μεταστάσεις στους λεμφαδένες του κεντρικού διαμερίσματος, που συχνά δεν απεικονίζονται στον υπερηχογραφικό έλεγχο καθώς είναι μικροσκοπικές (μικρομεταστάσεις). Θεωρείται πάντως πως οι μικρομεταστάσεις αυτές δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη βιολογική σημασία και δεν επιβαρύνουν την πρόγνωση του ασθενούς.
Σήμερα -όταν απαιτηθεί- εφαρμόζουμε στην πράξη τον λεγόμενο εκλεκτικό λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου (selective neck lymph node dissection) που είναι επίσης γνωστή και σαν λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου προσανατολισμένος στα διαμερίσματα του τραχήλου (compartment–oriented lymph node dissection), με τον οποίο επιτυγχάνονται ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα όπως και στον κλασικό τροποποιημένο λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου, χωρίς όμως μεγάλες τομές και αποφεύγοντας τους εκτεταμένους άσκοπους χειρουργικούς χειρισμούς στα διαμερίσματα του τραχήλου στα οποία δεν υπάρχει νόσος (μειώνοντας με τον τρόπο αυτό την νοσηρότητα της επέμβασης). Η τακτική αυτή εφαρμόζεται με απόλυτη ασφάλεια σε συνεργασία με έμπειρους ακτινολόγους που είναι σε θέση να μας εφοδιάσουν πριν την επέμβαση με αξιόπιστη χαρτογράφηση των λεμφαδένων του τραχήλου.
Μετεγχειρητικά – αναλόγως των αποτελεσμάτων της ιστολογικής εξέτασης και με βάση συγκεκριμένα κριτήρια– προχωρούμε στη χορήγηση επικουρικής (adjuvant) θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο παρουσιάζεται σε ξεχωριστή ενότητα στην ιστοσελίδα μας.
Μετά τη θυρεοειδεκτομή, ακολουθεί η χορήγηση θεραπείας καταστολής. Είναι προφανές ότι μετά την αφαίρεση του θυρεοειδούς θα χρειαστεί η χορήγηση από το στόμα θυροξίνης (λεβοθυροξίνης) για την κάλυψη των αναγκών του οργανισμού. Στον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς θα πρέπει η δόση της λεβοθυροξίνης να είναι μεγαλύτερη από αυτή που χορηγείται μετά από επεμβάσεις αφαίρεσης του θυρεοειδούς που γίνονται για καλοήθεις παθήσεις. Και αυτό γιατί με τις αυξημένες αυτές δόσεις λεβοθυροξίνης επιτυγχάνεται η μείωση των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) στο αίμα, μέσω του μηχανισμού της αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης (negative retrograde feedback). Τα επίπεδα της TSH είναι σκόπιμο να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (σε ‘καταστολή’) καθώς η TSH έχει διεγερτική δράση στα κύτταρα του θυρεοειδούς (και στα καρκινικά κύτταρα του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς) και επομένως με τα χαμηλά επίπεδα TSH (που επιτυγχάνει η θεραπεία καταστολής) αποφεύγεται η διέγερση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων που μπορεί να έχουν παραμείνει στον οργανισμό μετά την αρχική θεραπευτική αντιμετώπιση.

Βιολογική Συμπεριφορά Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς έχει γενικά καλοήθη βιολογική συμπεριφορά και αργή εξέλιξη. Παρά ταύτα, χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα λεμφαδενικών μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου (μέσω των λεμφικών αγγείων). Συχνά οι μεταστάσεις αυτές είναι μικροσκοπικές και χαρακτηρίζονται ως «μικρομεταστάσεις». Από άποψη βιολογικής συμπεριφοράς οι μικρομεταστάσεις αυτές θεωρούνται ότι δεν επηρεάζουν την πορεία του ασθενούς και την πρόγνωση της νόσου, ενώ παραμένουν συνήθως στάσιμες. Οι μακρινές μεταστάσεις παρατηρούνται πολύ σπάνια στον θηλώδη καρκίνο του θυρεοειδούς (σε ποσοστό < 2 %).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν κάποιοι επιμέρους ιστολογικοί υπότυποι του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περισσότερο επιθετική βιολογική συμπεριφορά σε σχέση με το κλασικό θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς, όπως για παράδειγμα ο υπότυπος από υψηλά κυλινδρικά κύτταρα, ο υπότυπος από κύτταρα εν είδει κεφαλής καρφίδος (hobnail variant), ο διάχυτα σκληρυντικός τύπος κλπ. Η γνώση του επιμέρους ιστολογικού υπότυπου έχει σημασία τόσο για την αξιολόγηση της πρόγνωσης όσο και για την επιλογή της σωστής θεραπευτικής αντιμετώπισης (π.χ. ανάγκη χορήγησης ραδιενεργού ιωδίου) αλλά και του περιοδικού μετεγχειρητικού ελέγχου (follow-up).
Στο θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων διεγείρεται από την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) και αυτό έχει σημασία για την μετά την θυρεοειδεκτομή αγωγή (χορήγηση θυροξίνης σε σχετικά αυξημένες δόσεις, ώστε να επιτευχθεί πτώση των επιπέδων TSH [‘καταστολή της TSH’, ‘θεραπεία καταστολής’]).
Η πρόγνωσή του είναι εξαιρετική, με ποσοστά 10ετούς ίασης να πλησιάζουν το 99 % στα αρχικά στάδια της νόσου. Η πρόγνωση παραμένει εξαιρετική ακόμη και παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων, όπως φαίνεται από τα πολύ υψηλά ποσοστά επιβίωσης (5ετούς και απώτερης).

Συμπτώματα Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

1. Όζος – Ψηλαφητή Μάζα στον Θυρεοειδή

Συνηθέστατα ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται υπό την μορφή όζου. Σαν όζος περιγράφεται κάθε ογκόμορφη βλάβη του θυρεοειδούς διακριτή από το υπόλοιπο θυρεοειδικό  ιστό. Οι όζοι είναι πολύ συχνοί στο γενικό πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι αν γίνει υπερηχογράφημα στο γενικό πληθυσμό όζοι -ποικίλης διαμέτρου- θα βρεθούν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (έως και 70 %). Καρκίνος θυρεοειδούς υποκρύπτεται σε ένα ποσοστό 5 – 8 % των όζων αυτών.

Έχει επομένως σημασία να διακρίνουμε ποιοι από τους όζους του θυρεοειδούς (που είναι πολύ συχνοί) μπορεί να υποκρύπτουν καρκίνο. Από την άποψη του υπό παρουσίαση θέματος (καρκίνος θυρεοειδούς και συμπτώματα) ύποπτα ευρήματα θεωρούνται η σκληρή υφή του όζου και η καθήλωσή του στους γύρω ιστούς.

Τυπικά ο καρκίνος θυρεοειδούς έχει πολύ σκληρή υφή (πετρώδης υφή). Οι καλοήθεις όζοι -αντίθετα- έχουν συνήθως μαλακή υφή. Η καθήλωση του όζου στους γύρω ιστούς είναι επίσης μία χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση με την οποία μπορεί να παρουσιαστεί ο καρκίνος του θυρεοειδούς. Η καθήλωση αυτή υποδηλώνει την επέκταση του καρκίνου στα γειτονικά όργανα (διήθηση παρακειμένων οργάνων). Αποτελεί δηλαδή κλινική εκδήλωση τοπικά προχωρημένου καρκίνου θυρεοειδούς. Αντίθετα, οι καλοήθεις όζοι είναι κινητοί καθώς δεν διηθούν ποτέ (δεν επεκτείνονται) στα διπλανά όργανα/ιστούς. Οι κακοήθεις όζοι (καρκίνος θυρεοειδούς) παρουσιάζουν επίσης σταδιακή αύξηση του μεγέθους τους.

Σπανιότερα, ο καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να εμφανιστεί σαν διάχυτη διόγκωση του αδένα (υπό τη μορφή βρογχοκήλης). Αυτό παρατηρείται συνηθέστερα σε πολυεστιακό καρκίνωμα θυρεοειδούς, δηλαδή σε μία μορφή καρκίνου όπου παρατηρούνται πολλά σημεία στα οποία αναπτύσσεται καρκίνος θυρεοειδούς μέσα στον αδένα.

2. Διόγκωση Λεμφαδένων Τραχήλου

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς συχνά δίνει μεταστάσεις (μεθίσταται) στους λεμφαδένες του τραχήλου. Η παρουσία ψηλαφητών τραχηλικών λεμφαδένων θα πρέπει να θεωρείται σαν μία ένδειξη ότι υπάρχει καρκίνος θυρεοειδούς, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει όζος θυρεοειδούς, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Και πάλι τυπικά οι μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου εκδηλώνονται υπό τη μορφή σκληρής υφής ψηλαφητής μάζας. Οι παθολογικοί λεμφαδένες μπορεί να εντοπίζονται είτε μπροστά από την τραχεία ή εκατέρωθεν αυτής (στο λεγόμενο κεντρικό διαμέρισμα) είτε στα πλάγια του τραχήλου (στα λεγόμενα πλάγια ανατομικά διαμερίσματα αυτού). Θα πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι για να γίνουν ψηλαφητοί οι παθολογικοί λεμφαδένες θα πρέπει να έχουν σχετικά μεγάλο μέγεθος. Τονίζεται ότι μπορεί να υπάρχουν παθολογικοί λεμφαδένες (δηλαδή λεμφαδένες με μετάσταση από καρκίνο θυρεοειδούς) χωρίς να είναι αντιληπτοί οπτικά ή ψηλαφητικά. Αυτό συμβαίνει όταν έχουν μικρό σχετικά μέγεθος και ιδιαίτερα όταν βρίσκονται σε εν τω βάθει θέση στον τράχηλο. Η διάγνωση σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατή μόνο με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος.

3. Βράγχος Φωνής (Βραχνάδα)

Η πρόσφατη εμφάνιση βράγχους φωνής (‘βραχνάδας’) θα πρέπει να θεωρείται σαν ένα ύποπτο εύρημα που μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία καρκίνου θυρεοειδούς. Σε αυτή την περίπτωση το βράγχος φωνής οφείλεται σε επέκταση του καρκίνου στα νεύρα που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές (διήθηση παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων από τον καρκίνο). Αν και υπάρχουν και πολλές άλλες αιτίες  που μπορεί να προκαλέσουν βράγχος φωνής (π.χ. πολύποδες φωνητικών χορδών), θα πρέπει κανείς στους ασθενείς αυτούς να αποκλείσει τον καρκίνο θυρεοειδούς.

4. Πόνος

5. Αίσθημα βάρους στον τράχηλο

6. Αίσθημα ξένου σώματος στον τράχηλο

7. Δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια, από πίεση ή διήθηση της τραχείας)

8. Δυσκολία στην κατάποση (δυσκαταποσία, από πίεση ή διήθηση του οισοφάγου)

9. Επίμονος βήχας

10. Διάρροια – Εξάψεις με ερυθρότητα στο πρόσωπο (σε μία ειδική μορφή καρκίνου θυρεοειδούς [μυελοειδές καρκίνωμα] λόγω αυξημένης παραγωγής καλσιτονίνης, όταν υπάρχει εκτεταμένη διασπορά [μεταστάσεις] της νόσου)

Διάγνωση Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς τίθεται με βάση τον κλινικο-εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, ενώ τεκμηριώνεται με κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης (όπως θα περιγραφεί παρακάτω).

Απεικονιστικός Έλεγχος Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ

Το υπερηχογράφημα αποτελεί σήμερα την πιο βασική εξέταση στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών με παθήσεις θυρεοειδούς. Καθώς οι όζοι θυρεοειδούς αποτελούν την συνηθέστερη μορφή με την οποία εκδηλώνεται ο καρκίνος θυρεοειδούς έχει ιδιαίτερη σημασία η αξιολόγηση των υπερηχογραφικών τους χαρακτήρων, ώστε να προσδιοριστεί η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς. Υπάρχουν συγκεκριμένα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά, με βάση τα οποία είναι δυνατή η αξιολόγηση της πιθανότητας να υποκρύπτεται καρκίνος σε έναν όζο θυρεοειδούς.
Ύποπτα για καρκίνο υπερηχογραφικά ευρήματα σε έναν όζο θυρεοειδούς είναι μεταξύ άλλων και τα εξής:

  • Παρουσία μικροαποτιτανώσεων
  • Ακανόνιστα πολυλοβωτά όρια του όζου
  • Εξωθυρεοειδική επέκταση του όζου
  • Κατακόρυφος προσανατολισμός [Επιμήκης διάμετρος μεγαλύτερη της εγκαρσίας του όζου (taller than wide)]
  • Υποηχογενής όζος
  • Αυξημένη εσωτερική χαοτική αγγείωση
  • Συνύπαρξη παθολογικά διογκωμένων τραχηλικών λεμφαδένων

Ανάλογα με τα ευρήματα προτείνεται σήμερα η υπερηχογραφική κατηγοριοποίηση των όζων με το σύστημα EU-TIRADS. H πιθανότητα καρκίνου είναι μεγαλύτερη στις κατηγορίες EU-TIRADS 4 και EU-TIRADS 5 (έως 17% και έως 87 %, αντίστοιχα).
Πέραν του θυρεοειδούς, στο υπερηχογράφημα ΠΡΕΠΕΙ να ελέγχονται και οι λεμφαδένες του τραχήλου, σε όλη του την έκταση, από το ύψος της κάτω γνάθου μέχρι τις κλείδες και το στέρνο. Και αυτό γιατί στον καρκίνο θυρεοειδούς συχνά υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις. Υπερηχογραφικά ευρήματα για παρουσία μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου είναι:
Τα βασικά ευρήματα στο υπερηχογράφημα τραχήλου που υποδηλώνουν την ύπαρξη μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου από καρκίνο θυρεοειδούς είναι:

1. Αποτιτανώσεις

2. Κυστική εκφύλιση

3. Απώλεια της λιπώδους ηχογενούς πύλης του λεμφαδένα

4. Υπερηχογένεια

5. Αποστρογγυλωμένο σχήμα

6. Παθολογική αγγείωση

Από τους παραπάνω υπερηχογραφικούς χαρακτήρες, τα πλέον ύποπτα ευρήματα είναι οι αποτιτανώσεις και η κυστική εκφύλιση. Τα υπερηχογραφικά αυτά ευρήματα δεν παρατηρούνται σε φυσιολογικούς ή αντιδραστικούς λεμφαδένες. Ειδικά όσον αφορά την κυστική εκφύλιση των λεμφαδενικών μεταστάσεων, παρατηρείται σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών (10 – 25 %), και συνηθέστερα στο θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς).
Όταν υπάρχει έστω και ένα από τα παραπάνω υπερηχογραφικά ευρήματα, θα πρέπει να δημιουργείται υπόνοια για την ύπαρξη λεμφαδενικών μεταστάσεων στους τραχηλικούς λεμφαδένες από καρκίνο θυρεοειδούς. Όσο περισσότερα από τα παραπάνω υπερηχογραφικά ευρήματα υπάρχουν, τόσο πιθανότερη είναι η ύπαρξη λεμφαδενικών μεταστάσεων.

ΑΞΟΝΙΚΗ / ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, o αξιόπιστος προεγχειρητικός έλεγχος των ασθενών με όζους θυρεοειδούς γίνεται με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος, που είναι μία αξιόπιστη, ευρέως διαθέσιμη, φθηνή εξέταση χωρίς ακτινοβολία. Σπάνια εντούτοις μπορεί να χρειαστεί αξονική (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI). Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι εξής:

  • Μεγάλου βαθμού κατάδυση ενός ευμεγέθους όζου ή διογκωμένου θυρεοειδούς στο μεσοθωράκιο, όπου το υπερηχογράφημα αδυνατεί να προσδιορίσει το ακριβές βάθος (λόγω παρεμβολής του στέρνου). Η CT/MRI μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς το βάθος κατάδυσης οπισθοστερνικά, έτσι ώστε ο χειρουργός θυρεοειδούς να είναι έτοιμος πριν την επέμβαση για όλα τα ενδεχόμενα όσον αφορά την εξέλιξη της επέμβασης.Εξαιρετικά σπάνια μπορεί να χρειαστεί στερνοτομή, στη συντριπτική εντούτοις πλειοψηφία των περιπτώσεων (πρακτικά πάντα) μπορεί να γίνει ‘εκμαίευση’ του καταδυόμενου θυρεοειδικού παρεγχύματος μέσω της τραχηλικής τομής, χωρίς στερνοτομή.
  • Υποψία διήθησης παρακειμένων οργάνων από καρκίνο θυρεοειδούς (π.χ. τραχείας, οισοφάγου).
  • Αξιολόγηση του εύρους του αυλού τραχείας ή της παρεκτόπισης αυτής σε λίαν ευμεγέθεις όζους / καρκίνους που ασκούν πίεση επ’ αυτής προκαλώντας σημαντική στένωση του αυλού της. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να προετοιμαστεί κατάλληλα ο αναισθησιολόγος για μία πιθανόν δύσκολη διασωλήνωση, επιλέγοντας τον κατάλληλο τραχειοσωλήνα και φροντίζοντας ενδεχομένως για την ύπαρξη ινοοπτικού βρογχοσκοπίου στο χειρουργείο).
ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΩΝ (ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ, PET/CT scan)

H τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan) είναι μία εξέταση η οποία χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά στην ογκολογία, τόσο για τη σταδιοποίηση των κακοήθων νεοπλασμάτων όσο και για την παρακολούθηση των ασθενών μετά την αρχική θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η γενική αρχή της χρήσης της FDG στους ογκολογικούς ασθενείς βασίζεται στο γεγονός ότι τα καρκινικά (νεοπλασματικά) κύτταρα προσλαμβάνουν και μεταβολίζουν το ραδιοφάρμακο σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους πέριξ υγιείς ιστούς. Υπάρχει έτσι η δυνατότητα ‘λειτουργικής’ (βιολογικής/μεταβολικής) απεικόνισης.
Η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων δεν συνιστάται στη διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών με όζο ή καρκίνο θυρεοειδούς σαν εξέταση ρουτίνας. Υπάρχουν εντούτοις κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση των ασθενών με αυξημένο κίνδυνο/ υποψία υποτροπής του καρκίνου θυρεοειδούς (π.χ. αυξανόμενες τιμές θυρεοσφαιρίνης). Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αρχικά οι συνήθεις μέθοδοι απεικόνισης (υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα). Αν ο εντοπισμός της εστίας υποτροπής δεν αναγνωριστεί με τις μεθόδους αυτές, η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων μπορεί να είναι μία χρήσιμη εναλλακτική διαγνωστική μέθοδος.

ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Το σπινθηρογράφημα ήταν παλαιότερα μία αρκετά συνήθης μέθοδος διαγνωστικής διερεύνησης των ασθενών με παθήσεις του θυρεοειδούς. Βασική παλαιότερα ήταν η διάκριση των όζων σε ‘θερμούς΄ και ΄ψυχρούς΄ (αυξημένη και μειωμένη, αντίστοιχα, πρόσληψη του ραδιοϊσοτόπου σε σχέση με το υπόλοιπο θυρεοειδικό παρέγχυμα). Η διάκριση αυτή είχε κλινικό ενδιαφέρον καθώς η πιθανότητα κακοήθειας θεωρούνται μικρή (< 3 %) στους θερμούς όζους, σε αντίθεση με τους ψυχρούς, όπου η πιθανότητα καρκίνου κυμαίνεται από 15 – 20 % (κατ’ άλλους έως και 25 %).
Σήμερα, εντούτοις, στους ασθενείς με όζους θυρεοειδούς το σπινθηρογράφημα χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν καθώς έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από το υπερηχογράφημα το οποίο – σε συνδυασμό με την παρακέντηση με λεπτή βελόνη (Fine-Needle Aspiration Cytology, FNAC, βλ. παρακάτω) – αποτελούν τις βασικές διαγνωστικές μεθόδους για τον αποκλεισμό της ύπαρξης κακοήθειας.
Χρήσιμο εντούτοις παραμένει το σπινθηρογράφημα στους ασθενείς με όζο θυρεοειδούς και υπερθυρεοειδισμό (χαμηλά επίπεδα TSH). Στους ασθενείς αυτούς, με τη βοήθεια του σπινθηρογραφήματος μπορεί να διακριθεί αν η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς οφείλεται σε αυξημένη λειτουργική δραστηριότητα μόνον του όζου (στην περίπτωση αυτή πρόκειται για τοξικό αδένωμα) ή σε διάχυτη υπερλειτουργία του θυρεοειδικού ιστού (τοξική βρογχοκήλη) εντός του οποίου απλά συνυπάρχει ένας (μη λειτουργικός) όζος. Η διάκριση αυτή έχει πρακτική σημασία στην κλινική πράξη.

Παρακέντηση με Λεπτή Βελόνη (FNA)

Σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα είναι η βασικότερη μέθοδος ελέγχου για την διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς. Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, ο καρκίνος θυρεοειδούς εκδηλώνεται συνηθέστερα υπό την μορφή όζου. Όταν ο όζος είναι ψηλαφητός, η παρακέντηση μπορεί να γίνει άμεσα με τη βοήθεια της ψηλάφησης, σήμερα όμως είναι καλύτερα να γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση έτσι ώστε να ληφθεί υλικό με τη βελόνη από την πιο αντιπροσωπευτική θέση. Με την κατευθυνόμενη με υπερήχους παρακέντηση είναι δυνατή η λήψη υλικού για κυτταρολογική εξέταση και από μη ψηλαφητούς όζους.
Γενικά FNA συνιστάται για όζους διαμέτρου άνω των 10 mm (κατ’ άλλους > 15 mm). Εντούτοις, ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να αναγνωρίσει στο υπερηχογράφημα -ακόμη και σε μικρούς όζους (κάτω των 10 mm)-ύποπτους ηχομορφολογικούς χαρακτήρες και να εκτελέσει κατευθυνόμενη παρακέντηση ακόμη και σε αυτούς. Όταν στο υπερηχογράφημα υπάρχουν πολλαπλοί όζοι ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να επιλέξει αυτούς που θα πρέπει να παρακεντηθούν με βάση τους ύποπτους ηχομορφολογικούς τους χαρακτήρες (βλ. παραπάνω).
Τα αποτελέσματα της κυτταρολογικής εξέτασης ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες στο σύστημα ταξινόμησης Bethesda).

Σύστημα Ταξινόμησης Bethesda

Bethesda I

H ταξινόμηση Bethesda I σημαίνει ότι το υλικό που ελήφθη είναι ακατάλληλο ή μη διαγνωστικό. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν περιέχονται κύτταρα θυρεοειδούς μέσα στο υλικό που ελήφθη με την παρακέντηση. Τυπικό παράδειγμα είναι η παρακέντηση ενός κυστικού όζου όπου αναρροφάται υγρό, που συνηθέστατα δεν περιέχει κύτταρα (‘ακυτταρικό’ υλικό). Για να αποφευχθεί μία τέτοια απάντηση (που πρακτικά σημαίνει αποτυχία της παρακέντησης) στα περισσότερα εργαστήρια γίνεται εξέταση του υλικού λήψης επιτοπίως (on-site) ώστε να επιβεβαιωθεί ότι έχει ληφθεί το κατάλληλο υλικό για κυτταρολογική εξέταση.

Bethesda II

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει καλοήθη αδενωματώδη όζο. Η πιθανότητα κακοήθειας σε αυτή την περίπτωση είναι εξαιρετικά μικρή ( < 3 %). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται και άλλες παράμετροι υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση για την θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενούς, όπως:
Υπόλοιποι χαρακτήρες του όζου στο υπερηχογράφημα
Μέγεθος όζου
Πιεστικά φαινόμενα από παρακείμενα όργανα (συνήθως από τραχεία και σπανιότερα από οισοφάγο)
Αισθητικό πρόβλημα
Προτιμήσεις ασθενούς μετά από πλήρη ενημέρωση για τις διαθέσιμες επιλογές

Bethesda III

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει την παρουσία είτε ατυπίας απροσδιόριστης σημασίας (AUS, atypia of undetermined significance) είτε θυλακιώδους βλάβης απροσδιόριστης σημασίας (FLUS, follicular lesion of undetermined significance). Η παρουσία ατυπίας υποδηλώνει ένα αρχικό στάδιο στο φάσμα των σταδιακών μεταβολών που ξεκινούν από τον καλοήθη όζο εξελισσόμενες σταδιακά μέχρι την ανάπτυξη καρκίνου. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος στην περίπτωση αυτή κυμαίνεται έως 15 %.

Bethesda IV

H ταξινόμηση αυτή υποδηλώνει την υποψία ή την παρουσία θυλακιώδους νεοπλάσματος. Το θυλακιώδες νεόπλασμα μπορεί να είναι είτε καλόηθες (αδένωμα) είτε κακόηθες (θυλακιώδες καρκίνωμα). Η διαφορική διάγνωση είναι αδύνατη με την παρακέντηση και την κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης, ακόμη και με την ταχεία βιοψία στην διάρκεια της επέμβασης. Η ακριβής διάγνωση μπορεί να τεθεί οριστικά με την ιστολογική εξέταση του χειρουργικού παρασκευάσματος μετά χειρουργική εκτομή. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς σε αυτή την περίπτωση είναι 15 – 30 %.

Bethesda V

H ταξινόμηση αυτή σημαίνει ότι τα ευρήματα της κυτταρολογικής εξέτασης του υλικού που έχει ληφθεί με την παρακέντηση εγείρουν την υπόνοια καρκίνου θυρεοειδούς. Σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς είναι αρκετά μεγάλη (έως 85 %).

Bethesda VI

Η ταξινόμηση αυτή σημαίνει ότι η κυτταρολογική εξέταση του υλικού που έχει ληφθεί με την παρακέντηση του όζου είναι θετική για καρκίνο θυρεοειδούς. Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς σε αυτή την περίπτωση αγγίζει το 99 %.

Επέμβαση γενικά συνιστάται στις κατηγορίες Bethesda VI (παρουσία θηλώδους καρκίνου), Bethesda V (υποψία θηλώδους καρκίνου), Bethesda IV (θυλακιώδες νεόπλασμα ή υποψία αυτού) και Bethesda III (ατυπία απροσδιόριστης σημασίας ή θυλακιώδες νεόπλασμα απροσδιόριστης σημασίας). Στην κατηγορία Bethesda II (καλοήθης βλάβη, θυλακιώδες αδενωματώδης όζος) είναι πιθανόν να απαιτηθεί επέμβαση και για άλλους λόγους (π.χ. μεγάλο μέγεθος όζου, αισθητικοί λόγοι, πιεστικά φαινόμενα κλπ.).
Σημειώνεται ότι παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA) και κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης μπορεί να χρειαστεί να γίνει και σε τυχόν ύποπτους τραχηλικούς λεμφαδένες. Με την τακτική αυτή μπορεί να τεκμηριωθεί η παρουσία λεμφαδενικής διασποράς (μετάστασης) του καρκίνου θυρεοειδούς, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για το σωστό σχεδιασμό της χειρουργικής επέμβασης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε η κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης ενός ύποπτου λεμφαδένα μπορεί να είναι ψευδώς αρνητικό (δηλαδή να μην δείχνει την παρουσία καρκινικών κυττάρων ενώ υπάρχει μετάσταση) σε ένα σημαντικό ποσοστό (10 %, κατ’ άλλους μέχρι 25 – 30 %). Για το λόγο αυτό θα πρέπει πάντα να γίνεται – μαζί με την κυτταρολογική εξέταση – και μέτρηση των επιπέδων θυρεοσφαιρίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης μετά τη λήψη του με παρακέντηση του ύποπτου λεμφαδένα.

Εργαστηριακός Έλεγχος Θηλώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

  • Ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς δεν συνοδεύεται από διαταραχές των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Μπορεί εντούτοις να υπάρχουν οι διαταραχές αυτές όταν ο καρκίνος αναπτύσσεται σε ασθενείς με συνυπάρχοντα υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό.
  • Η αυξημένη θυρεοσφαιρίνη ορού – αν και από πολλούς θεωρείται ως ύποπτο εύρημα – μπορεί να είναι αυξημένη και σε άλλες καλοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αξιόπιστος ‘δείκτης’ για τη διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς. Έχει εντούτοις ιδιαίτερη αξία για την παρακολούθηση του ασθενούς με καρκίνο θυρεοειδούς (διαφοροποιημένο [θηλώδη / θυλακιώδη]) μετά την αρχική του θεραπευτική αντιμετώπιση.

Θυλακιώδης Καρκίνος Θυρεοειδούς

Πώς διακρίνεται & σε ποιους εμφανίζεται ο Θυλακιώδης Καρκίνος Θυρεοειδούς;

Ο θυλακιώδης καρκίνος θυρεοειδούς αντιστοιχεί στο 10 % περίπου του συνόλου των καρκίνων του θυρεοειδούς. Εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες σε σύγκριση με το θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς. Εμφανίζει ελαστική ή και μαλακή υφή κατά την ψηλάφηση, περιβάλλεται δε από κάψα.
Στην μικροσκοπική εξέταση μπορεί να είναι δύσκολη η διάκριση του θυλακιώδους καρκινώματος από το θυλακιώδες αδένωμα ή ακόμη και το φυσιολογικό θυρεοειδικό παρέγχυμα. Η διάκριση αυτή μπορεί να γίνει με την διάσπαση της κάψας ή την διήθηση των αγγείων, που χαρακτηρίζει το θυλακιώδες καρκίνωμα (σε αντίθεση με το αδένωμα).

Διάγνωση & θεραπεία Θυλακιώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η διαγνωστική μεθοδολογία είναι ανάλογη με αυτή που ακολουθείται για την διάγνωση του θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς (βλ. παραπάνω).
Επίσης, η θεραπεία του θυλακιώδους καρκίνου θυρεοειδούς είναι γενικά ανάλογη με αυτή του θηλώδους καρκίνου. Η χειρουργική είναι η μέθοδος εκλογής για την αντιμετώπισή του και περιλαμβάνει ολική θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου (βάσει ενδείξεων), σημειώνεται όμως ότι οι λεμφαδενικές μεταστάσεις είναι σπανιότερες σε σύγκριση με τον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς). Μετεγχειρητικά χορηγείται λεβοθυροξίνη (θεραπεία καταστολής, βλ. παραπάνω για τον θηλώδη καρκίνο θυρεοειδούς). Βάσει των ευρημάτων της ιστολογικής εξέτασης μπορεί να χρειαστεί επικουρική (adjuvant) θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο μετεγχειρητικά.

Μορφές & Μεταστάσεις Θυλακιώδους Καρκίνου Θυρεοειδούς

Μία ιδιαίτερη μορφή θυλακιώδους καρκίνου θυρεοειδούς είναι το καρκίνωμα θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle (παρουσιάζεται σε ξεχωριστή ενότητα).
Το θυλακιώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς συνήθως μεθίσταται αιματογενώς (δηλαδή μέσω αιμοφόρων αγγείων) στους πνεύμονες και στα οστά και σπανιότερα στο ήπαρ. Μπορεί επίσης να δώσει μεταστάσεις και στους λεμφαδένες του τραχήλου, αλλά σε μικρότερο ποσοστό σε σύγκριση με το θηλώδες καρκίνωμα. Συχνά οι μεταστατικές εστίες του θυλακιώδους καρκινώματος θυρεοειδούς προσλαμβάνουν (καθηλώνουν) ραδιενεργό ιώδιο, μετά τη θυρεοειδεκτομή, πράγμα που έχει ιδιαίτερη θεραπεία για τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Οι μακρινές μεταστάσεις (π.χ. στα οστά) μπορεί να εμφανιστούν αρκετά χρόνια μετά την θυρεοειδεκτομή (ακόμη και 10 χρόνια μετά).

Μυελοειδής Καρκίνος Θυρεοειδούς

Τι είναι & πώς αναπτύσσεται ο Μυελοειδής Καρκίνος Θυρεοειδούς;

Ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς είναι μία σχετικά σπάνια μορφή καρκίνου. Αναπτύσσεται από τα λεγόμενα παραθυλακιώδη ή C-κύτταρα που παρεμβάλλονται μεταξύ των θυλακίων του θυρεοειδούς. Αντιστοιχεί σε ποσοστό 5 – 8 % του συνόλου των καρκίνων του θυρεοειδούς. Παρά ταύτα, ευθύνεται για το 13 % των θανάτων από κακοήθεις νεοπλασματικές παθήσεις του θυρεοειδούς. Και αυτό γιατί έχει αφ’ ενός μεν έχει περισσότερο επιθετική βιολογική συμπεριφορά σε σύγκριση με τον πολύ συχνότερο διαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς (θηλώδη / θυλακιώδη) αφ’ ετέρου δε δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία καταστολής και στη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Οι περισσότεροι μυελοειδείς καρκίνοι θυρεοειδούς είναι σποραδικοί, εντούτοις όμως σε ένα ποσοστό που φθάνει μέχρι και 25 % μπορεί να υποκρύπτεται γενετική βάση (κληρονομικό μυελοειδές καρκίνωμα). Το κληρονομικό μυελοειδές καρκίνωμα οφείλεται σε μετάλλαξη του RET ογκογονιδίου.

Θεραπεία Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η βασική μέθοδος θεραπείας του μυελοειδούς καρκίνου είναι η χειρουργική. Το είδος της χειρουργικής επέμβασης θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα δεδομένα του κάθε ασθενούς. Η ολική θυρεοειδεκτομή αποτελεί απαραίτητο βήμα στην χειρουργική θεραπεία του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς. Όταν δεν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις εμφανείς στον προεγχειρητικό έλεγχο θα πρέπει να γίνεται πάντα προφυλακτικός κεντρικός λεμφαδενικός καθαρισμός (μοναδική εξαίρεση θα μπορούσε να είναι τα οριακά αυξημένα επίπεδα καλσιτονίνης). Ο ρόλος του προφυλακτικού πλάγιου λεμφαδενικού καθαρισμού παραμένει σχετικά αμφιλεγόμενος. Όσοι τον υποστηρίζουν προτείνουν τον προφυλακτικό πλάγιο λεμφαδενικό καθαρισμό του τραχήλου με βάση τα αυξημένα επίπεδα καλσιτονίνης. Όταν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις, η έκταση του λεμφαδενικού καθαρισμού καθορίζεται με βάση τα ευρήματα της προεγχειρητικής υπερηχογραφικής χαρτογράφησης.
Στη διάρκεια της επέμβασης θα πρέπει να επιδιώκεται η ριζική εκτομή της νόσου, καθώς – πέραν της χειρουργικής – δεν απαντά σε άλλους θεραπευτικούς χειρισμούς (όπως η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο και η θεραπεία καταστολής, που χορηγούνται στο διαφοροποιημένο [θηλώδη και θυλακιώδη] καρκίνο θυρεοειδούς).
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί εξωτερική ακτινοθεραπεία για την καταστροφή τυχόν υπολειμματικού καρκινικού ιστού.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και στοχευμένες θεραπείες του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς. Στην ομάδα αυτή ανήκει:

  • H βανδετανίμπη (vandetanib) που αποτελεί ισχυρό αναστολέα της τυροσινικής κινάσης του υποδοχέα-2 του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (vascular endothelial growth factor receptor [VEGFR-2], του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (epidermal growth factor receptor [EGFR]) και του ογκογονιδίου RET.
  • H καμποζαντινίβη (cabozantinib) είναι ένα μικρό μόριο που αναστέλλει πολλαπλούς υποδοχείς της τυροσινικής κινάσης (RTK) που εμπλέκονται στην ανάπτυξη όγκων και την αγγειογένεση, στην παθολογική αναδιάρθρωση των οστών και στη μεταστατική εξέλιξη του καρκίνου.

Οι στοχευμένες αυτές θεραπείες χρησιμοποιούνται όταν οι άλλες μέθοδοι θεραπείας έχουν εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά τους ενώ ο μυελοειδής καρκίνος συνεχίζει να εξελίσσεται και να προκαλεί συμπτώματα.
Η κλασική χημειοθεραπεία γενικά δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στη θεραπευτική αντιμετώπιση του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς.
Η πρώιμη διάγνωση του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς και η σωστή (ριζική) χειρουργική επέμβαση αποτελούν τις δύο βασικές προϋποθέσεις ώστε να διασφαλιστεί η βέλτιστη έκβαση της νόσου.

Επιδημιολογία Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών (1983 – 2022):

  • Η επίπτωση (‘συχνότητα’) του μυελοειδούς καρκινώματος θυρεοειδούς αυξήθηκε (από 0.14 σε 0.21 ανά 100.000 πληθυσμού).
  • Η αναλογία των μυελοειδών καρκινωμάτων θυρεοειδούς μικρής διαμέτρου (< 1 cm) υπερδιπλασιάσθηκε στο διάστημα αυτό.
  • Παρά ταύτα, ειδικά οι ασθενείς ηλικίας άνω των 45 ετών συχνά παρουσιάζονται με τοπικά προχωρημένη νόσο (μεταστάσεις στους τραχηλικούς λεμφαδένες).
  • Η συνήθης ηλικία στην οποία τίθεται η διάγνωση του σποραδικού μυελοειδούς καρκινώματος θυρεοειδούς είναι η 5η δεκαετία της ζωής. Αντίθετα, στο κληρονομικό μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς η διάγνωση τίθεται σε πολύ μικρότερη ηλικία (3η ή και 2η δεκαετία της ζωής).

Βιολογική συμπεριφορά Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

  • Μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου παρατηρούνται σε σημαντικό ποσοστό των ασθενών με σποραδικό MTC, ανάλογα με το στάδιο της νόσου (συχνότητα μεταστάσεων στους κεντρικούς και στους πλάγιους τραχηλικούς λεμφαδένες, αντίστοιχα, 14 % και 11 % για όγκους <2 cm vs. 86 % και 93 % για όγκους Τ4 [οποιοδήποτε μέγεθος όγκου με διήθηση παρακειμένων ανατομικών στοιχείων]).
  • Σε ασθενείς με ψηλαφητούς όγκους η συχνότητα τραχηλικών λεμφαδενικών και μακρινών μεταστάσεων είναι 70 % και 10 % αντίστοιχα.
  • Η ηλικία και το στάδιο της νόσου είναι οι δύο πιο σημαντικοί ανεξάρτητοι προγνωστικοί δείκτες.
  • Στα πρώιμα στάδια της νόσου η πρόγνωση είναι πολύ καλή, ενώ επιδεινώνεται όσο εξελίσσεται το στάδιο της νόσου.
  • Η κλινική (βιολογική) συμπεριφορά του MTC μπορεί να είναι απρόβλεπτη και κάποιοι ασθενείς με μακρινές μεταστάσεις μπορεί να επιβιώσουν για αρκετά χρόνια.

Κλινικές εκδηλώσεις & συμπτώματα Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

ΜΟΝΗΡΗΣ ΟΖΟΣ

Το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς συνηθέστερα εκδηλώνεται σαν μονήρης όζος θυρεοειδούς. Το μυελοειδές καρκίνωμα παρατηρείται έτσι σε ποσοστό 75 – 95 % των ασθενών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο όζος αυτός εντοπίζεται στο άνω ήμισυ των δύο λοβών του θυρεοειδούς. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από το ότι τα παραθυλακιώδη ή C-κύτταρα (από τα οποία αναπτύσσεται το μυελοειδές καρκίνωμα) εντοπίζονται σε αυτή τη θέση. Ο όζος μπορεί να είναι αντιληπτός με την κλινική εξέταση (επισκόπηση και ψηλάφηση). Συνηθέστερα εντούτοις αναγνωρίζεται στο υπερηχογράφημα θυρεοειδούς.

ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΛΕΜΦΑΔΕΝΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΧΗΛΟΥ

Σε ένα υψηλό ποσοστό (περίπου 70 %) των ασθενών με μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς υπάρχουν ήδη μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου όταν τίθεται η διάγνωση. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές οι λεμφαδενικές μεταστάσεις διαγιγνώσκονται με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος. Σε κάποιους όμως ασθενείς οι λεμφαδενικές αυτές μεταστάσεις μπορεί να είναι εμφανείς και στην κλινική εξέταση (επισκόπηση και ψηλάφηση).

ΠΙΕΣΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΑ ΟΡΓΑΝΑ

Σε ένα σημαντικό ποσοστό (έως 15 %) παρατηρούνται συμπτώματα από πίεση της ανώτερης αεροφόρου οδού ή/και του οισοφάγου, όπως:

  • δυσφαγία/δυσκαταποσία
  • δύσπνοια
  • εισπνευστικός συριγμός
  • βράγχος φωνής (σπανιότερα)
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μεταστάσεις σε μακρινά όργανα υπάρχουν όταν τίθεται η διάγνωση σε ποσοστό 5-10 % των ασθενών. Οι μεταστάσεις αυτές εντοπίζονται συνήθως σε:

  • ήπαρ
  • πνεύμονες
  • οστά
  • εγκέφαλο / δέρμα (σπανιότερα)

Σε κάποιους ασθενείς οι μεταστάσεις αυτές μπορεί να είναι ασυμπτωματικές. Στις περιπτώσεις αυτές ανιχνεύονται με την βοήθεια του απεικονιστικού ελέγχου (π.χ. αξονική ή μαγνητική τομογραφία). Σε άλλες όμως περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις (συμπτώματα) ανάλογα με το όργανο στο οποίο εντοπίζονται οι μεταστάσεις.
Το παρήγορο είναι ότι σήμερα – χάρη στην έγκαιρη διαγνωστική διερεύνηση – η διάγνωση τίθεται συχνά σε πολύ πιο πρώιμα στάδια της νόσου. Έτσι συχνά σήμερα έχουμε την διάγνωση του «μικρο» (micro)-μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς, όπου το ποσοστό των ασθενών με μεταστατική νόσο είναι σημαντικά μικρότερο.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΛΟΓΩ ΟΡΜΟΝΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ

Η αυξημένη παραγωγή ορμονικά δραστικών ουσιών από το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (όπως η καλσιτονίνη ή το CG-RP [calcitonin gene-related peptide]) μπορεί να προκαλέσει διάρροια ή εξάψεις και ερυθρότητα κυρίως στο πρόσωπο. Σπάνια, κάποια μυελοειδή καρκινώματα εκκρίνουν κορτικοτροπίνη (ACTH). Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να παρατηρηθεί σύνδρομο Cushing λόγω έκτοπης παραγωγής ACTH.

Διάγνωση Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η διάγνωση βασίζεται στα ευρήματα από τον διαγνωστικό έλεγχο που ακολουθεί.

Εργαστηριακός έλεγχος Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Βασική εργαστηριακή εξέταση για τη διάγνωση του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς είναι η καλσιτονίνη στο αίμα του ασθενούς. Τα επίπεδά της σχετίζονται με την πιθανότητα ύπαρξης μεταστατικής νόσου. Γενικά, μακρινές μεταστάσεις σπάνια υπάρχουν όταν η καλσιτονίνη είναι < 500 pg/ml.
Πέραν της καλσιτονίνης, άλλοι χρήσιμοι (και για την παρακολούθηση του ασθενούς) νεοπλασματικοί δείκτες είναι το καρκινοεμβρυικό αντιγόνο (CEA) και το CA19.9.
Τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα στους ασθενείς με μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς είναι εντός των φυσιολογικών ορίων (εκτός και αν συνυπάρχει και κάποια άλλη πάθηση του θυρεοειδούς, όπως υποθυρεοειδισμός).

Απεικονιστικός έλεγχος Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Απολύτως απαραίτητο είναι το υπερηχογράφημα τραχήλου (US, ultrasonography). Στο υπερηχογράφημα θα πρέπει να γίνει λεπτομερής έλεγχος όχι μόνο του θυρεοειδούς αλλά και των λεμφαδένων του τραχήλου. Στόχος είναι η απεικόνιση τυχόν λεμφαδενικών μεταστάσεων. Ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να αναγνωρίσει τους παθολογικά διογκωμένους τραχηλικούς λεμφαδένες. Με βάση τη θέση και τις διαστάσεις τους συντάσσει την λεγόμενη χαρτογράφηση λεμφαδένων τραχήλου, που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον χειρουργό καθώς βάσει αυτής μπορεί να γίνει προεγχειρητικά ο σχεδιασμός της σωστής επέμβασης.
Περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος δεν χρειάζεται παρά μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπως:

  • Πολύ αυξημένες τιμές καλσιτονίνης (> 500 pg / ml). Έχει παρατηρηθεί ότι σπάνια υπάρχουν μακρινές μεταστάσεις με τιμές καλσιτονίνης μικρότερες από το επίπεδο αυτό (500 pg/ml).
  • Όταν υπάρχει εκτεταμένη διασπορά του MTC στον τράχηλο.
  • Όταν υπάρχουν ύποπτες κλινικές εκδηλώσεις (π.χ. πόνος στα οστά).

Στις περιπτώσεις αυτές -και ανάλογα με τα δεδομένα του κάθε ασθενούς- μπορεί να γίνει:

  • Αξονική τομογραφία
  • Μαγνητική τομογραφία
  • Σπινθηρογράφημα οστών

H ευαισθησία της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET/CT scan) είναι μικρότερη όσον αφορά την ανίχνευση μακρινών μεταστάσεων στο μυελοειδή καρκίνο θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό η χρήση της δεν συνιστάται γενικά στο μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς.

Παρακέντηση με λεπτή βελόνη (Fna) για τον Μυελοειδή Καρκίνο Θυρεοειδούς

Καθώς συνηθέστατα ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς εμφανίζεται υπό την μορφή όζου θυρεοειδούς, η παρακέντηση με λεπτή βελόνη (υπό υπερηχογραφική παρακολούθηση) είναι μία από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις. Γενικά, ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να παρουσιαστεί με μία μεγάλη ποικιλομορφία στην κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης ενός ύποπτου όζου θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό, δεν είναι σπάνιο να παρατηρηθούν λανθασμένες διαγνώσεις στην κυτταρολογική εξέταση. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες από αυτές: θυλακιώδες νεόπλασμα, σάρκωμα, πλασματοκύτωμα. Η εμπειρία του κυτταρολόγου έχει εν προκειμένου μεγάλη σημασία. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στη βιβλιογραφία περιγράφονται διάφορα ποσοστά διαγνωστικής ακρίβειας της μεθόδου.
Προκειμένου να αυξηθεί η διαγνωστική ακρίβεια της FNA προτείνεται – πέραν της κυτταρολογικής εξέτασης – η μέτρηση των επιπέδων καλσιτονίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης, όπως επίσης και η ανοσοϊστοχημική μελέτη για έκφραση καλσιτονίνης, καρκινοεμβρυικού αντιγόνου (CEA) και χρωμογρανίνης.
Οι συμπληρωματικές αυτές εξετάσεις (μέτρηση καλσιτονίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης και ανοσοϊστοχημική μελέτη) μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιπτώσεις όπου η κυτταρολογική εξέταση είναι μη διαγνωστική, δημιουργώντας όμως υπόνοια για τη διάγνωση του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς.

Γενετικός έλεγχος Μυελοειδούς Καρκίνου Θυρεοειδούς

Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (MTC, medullary thyroid cancer) εμφανίζεται χωρίς να υπάρχει οικογενειακό ιστορικό και χαρακτηρίζεται σαν σποραδικό. Εντούτοις, στο 25 % των περιπτώσεων, το MTC αποτελεί μία επιμέρους κλινική εκδήλωση του συνδρόμου ΜΕΝ2 (τύπου Α και Β). Το οικογενές MTC (δηλαδή το κληρονομικό MTC που όμως δεν συνοδεύεται από τις άλλες κλινικές εκδηλώσεις του MEN 2 συνδρόμου [όπως υπερπαραθυρεοειδισμός και φαιοχρωμοκύτωμα]) θεωρούνταν παλιότερα σαν μία ξεχωριστή κλινική οντότητα, σήμερα όμως θεωρείται σαν παραλλαγή του ΜΕΝ2Α συνδρόμου.
Σήμερα θεωρείται ότι γενικά – σε όλους τους ασθενείς με υπερπλασία των C-κυττάρων (CCH, C-cell hyperplasia) ή με θεωρούμενο σποραδικό MTC – θα πρέπει να γίνεται γενετικός έλεγχος για την ανίχνευση κληρονομούμενων (‘γαμετικών’, germline) μεταλλάξεων στο γονίδιο RET. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανάλυση της αλληλουχίας των εξονίων 10, 11 και 13 έως 16. Ανάλυση της αλληλουχίας των υπολοίπων εξονίων στο γονίδιο RET θα πρέπει πιθανόν να χρειαστεί σε ασθενείς με κλινικές εκδηλώσεις ή οικογενειακό ιστορικό που παραπέμπουν στο κληρονομικό MTC και οι οποίοι δεν παρουσιάζουν μεταλλάξεις στα εξόνια 10, 11 και 13 έως 16. Ο γενετικός αυτός έλεγχος μπορεί να ζητηθεί απ’ ευθείας από τον κλινικό γιατρό, εντούτοις όμως είναι προτιμότερο να παραπέμπεται ο ασθενής σε εξειδικευμένο κλινικό γενετιστή, ο οποίος είναι περισσότερο εξοικειωμένος με τα νομικά και ηθικά- κοινωνικά ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν από τον γενετικό έλεγχο. Αν στον ασθενή με θεωρούμενο σποραδικό MTC βρεθούν γαμετικές (κληρονομούμενες) μεταλλάξεις του RET γονιδίου, θα πρέπει να ακολουθήσει γενετικός έλεγχος και των υπολοίπων μελών της οικογένειάς του.
Υπολογίζεται ότι -κατά μέσο όρο- ένα ποσοστό 6 – 7 % (διακύμανση στη βιβλιογραφία, από 1.5 % έως 24 %) ασθενών με θεωρούμενο σποραδικό MTC υπάρχουν γαμετικές (κληρονομούμενες) μεταλλάξεις του RET γονιδίου. Στις μισές από τις περιπτώσεις αυτές ανιχνεύονται οι μεταλλάξεις αυτές και σε μέλη της οικογένειας του ασθενούς. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι 75 % των ασθενών με κληρονομικό MTC δεν παρουσιάζουν προηγούμενο οικογενειακό ιστορικό.

Αναπλαστικός (ή Αδιαφοροποίητος) Καρκίνος Θυρεοειδούς

Προέλευση, βιολογική συμπεριφορά & επιδημιολογία Αναπλαστικού (ή Αδιαφοροποίητου) Καρκίνου Θυρεοειδούς

Καθώς συνηθέστατα ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς εμφανίζεται υπό την μορφή όζου θυρεοειδούς, η παρακέντηση με λεπτή βελόνη (υπό υπερηχογραφική παρακολούθηση) είναι μία από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις. Γενικά, ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να παρουσιαστεί με μία μεγάλη ποικιλομορφία στην κυτταρολογική εξέταση του υλικού παρακέντησης ενός ύποπτου όζου θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό, δεν είναι σπάνιο να παρατηρηθούν λανθασμένες διαγνώσεις στην κυτταρολογική εξέταση. Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες από αυτές: θυλακιώδες νεόπλασμα, σάρκωμα, πλασματοκύτωμα. Η εμπειρία του κυτταρολόγου έχει εν προκειμένου μεγάλη σημασία. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στη βιβλιογραφία περιγράφονται διάφορα ποσοστά διαγνωστικής ακρίβειας της μεθόδου.
Προκειμένου να αυξηθεί η διαγνωστική ακρίβεια της FNA προτείνεται – πέραν της κυτταρολογικής εξέτασης – η μέτρηση των επιπέδων καλσιτονίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης, όπως επίσης και η ανοσοϊστοχημική μελέτη για έκφραση καλσιτονίνης, καρκινοεμβρυικού αντιγόνου (CEA) και χρωμογρανίνης.
Οι συμπληρωματικές αυτές εξετάσεις (μέτρηση καλσιτονίνης στο έκπλυμα του υλικού αναρρόφησης και ανοσοϊστοχημική μελέτη) μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιπτώσεις όπου η κυτταρολογική εξέταση είναι μη διαγνωστική, δημιουργώντας όμως υπόνοια για τη διάγνωση του μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς.

Θεραπεία Αναπλαστικού (ή Αδιαφοροποίητου) Καρκίνου Θυρεοειδούς

Η βασική μέθοδος θεραπείας είναι η χειρουργική. Στόχος είναι η ολική θυρεοειδεκτομή με ταυτόχρονη αφαίρεση των λεμφαδένων. Εντούτοις συχνά είναι αδύνατη η επέμβαση λόγω εκτεταμένης διήθησης των παρακειμένων ζωτικών ανατομικών στοιχείων, ακόμη όμως και αν αυτή είναι εφικτή σπάνια επιτυγχάνεται ριζική εκτομή της νόσου και για το λόγο αυτό η υποτροπή (επανεμφάνιση) της νόσου σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι ο κανόνας.
Σε ασθενείς με αναπνευστική δυσχέρεια λόγω πίεσης / διήθησης της τραχείας είναι πιθανόν να χρειαστεί τραχειοστομία, σε κάποιο φάση της διαδρομής της νόσου.
Η ακτινοθεραπεία είναι χρήσιμη στη θεραπεία της νόσου, συνήθως υπό τη μορφή εξωτερικής ακτινοθεραπείας (EBRT, external beam radiation therapy).
Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με την ακτινοθεραπεία με στόχο την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων που βρίσκονται εκτός του πεδίου της ακτινοβολίας. Συνήθη χημειοθεραπευτικά στη θεραπεία του αναπλαστικού καρκίνου θυρεοειδούς είναι η δοξορουβικίνη (doxorubicin), η σισπλατίνη (cisplatin) και η πακλιταξέλη (paclitaxel).
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται στοχευμένες θεραπείες που έχουν σαν στόχο συγκεκριμένα μόρια ή ‘οδούς’ (‘μονοπάτια’) μέσω των οποίων αναπτύσσονται τα καρκινικά κύτταρα στον αναπλαστικό καρκίνο θυρεοειδούς (π.χ. αναστολείς τυροσινικής κινάσης [lenvatinib, sorafenib]).
Υπό διερεύνηση στη θεραπεία του αναπλαστικού καρκίνου θυρεοειδούς είναι η ανοσοθεραπεία, στην οποία γίνεται προσπάθεια – μέσω χειρισμών στο ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού – να ανασταλεί η εξέλιξη του καρκίνου.
Μεγάλη σημασία στους ασθενείς με αναπλαστικό καρκίνο θυρεοειδούς έχει η υποστηρικτική αγωγή. Και αυτό λόγω της ταχείας εξέλιξης και της δυσμενούς πρόγνωσης της νόσου αλλά και της παρουσίας συμπτωμάτων από τα οποία δεν είναι δυνατόν να ανακουφιστεί ικανοποιητικά ο ασθενής. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να επιτυγχάνεται ικανοποιητική διαχείριση του πόνου και του stress του ασθενούς, παρέχοντας ψυχολογική υποστήριξη σε όλες τις φάσεις της νοσηλείας του. Η θρεπτική υποστήριξη των ασθενών αυτών είναι ένα άλλο θέμα, δεδομένης της δυσκολίας που υπάρχει συχνά στην κατάποση.

Παράγοντες κινδύνου Αναπλαστικού (ή Αδιαφοροποίητου) Καρκίνου Θυρεοειδούς

Με δεδομένη την επιθετική βιολογική συμπεριφορά και την άσχημη πρόγνωση του αδιαφοροποίητου καρκίνου θυρεοειδούς θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναγνώριση παραγόντων κινδύνου που συνδυάζονται με την ανάπτυξή του. Τα εν προκειμένω δεδομένα όμως είναι πτωχά. Έχει περιγραφεί συσχέτιση με:
  • Παρουσία βρογχοκήλης. Ο μηχανισμός πιθανόν να σχετίζεται με το έλλειμμα ιωδίου (κοινός προδιαθεσικός παράγοντας τόσο για την βρογχοκήλη όσο και για το αναπλαστικό καρκίνωμα θυρεοειδούς). Οι βρογχοκήλες επίσης που δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα μπορεί να σχετίζονται και με το χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (βλ. παρακάτω) και με την συνακόλουθη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.
  • Ομάδα αίματος Β (άγνωστος μηχανισμός)
  • Χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο (πιθανόν λόγω δυσκολίας πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας)
  • Παχυσαρκία. Έχει συνδυασθεί με σχετικά αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου θυρεοειδούς, συμπεριλαμβανομένου και του αναπλαστικού. Για την επιβεβαίωση, ωστόσο, αυτών χρειάζονται περισσότερες μελέτες.
  • Αποδιαφοροποίηση προηγουμένως διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς. Στην περίπτωση αυτή ένα διαφοροποιημένο καρκίνωμα θυρεοειδούς σταδιακά παρουσιάζει αποδιαφοροποίηση, με τελικό αποτέλεσμα την ανάπτυξη αδιαφοροποίητου καρκίνου θυρεοειδούς. Η αποδιαφοροποίηση αυτή συμβαίνει αρκετά σπάνια, και κυρίως σε ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών. Συνδυάζεται δε με τη σταδιακή συσσώρευση γενετικών μεταβολών (σωματικών μεταλλάξεων), κομβικό ρόλο στις οποίες φαίνεται ότι διαδραματίζει οι μεταλλάξεις του TERT promoter και του TP53.

Κλινική εικόνα & διάγνωση Αναπλαστικού (ή Αδιαφοροποίητου) Καρκίνου Θυρεοειδούς

Ο αδιαφοροποίητος καρκίνος θυρεοειδούς εκδηλώνεται συνήθως με την εμφάνιση μιας μάζας, σκληρής υφής, με ανώμαλα όρια στον τράχηλο που παρουσιάζει ταχεία αύξηση των διαστάσεών της. Η μάζα αυτή μπορεί να προκαλεί διάχυτη σκλήρυνση του θυρεοειδούς και είναι συνήθως καθηλωμένη στους γύρω ιστούς. Συχνά υπάρχουν έντονα συμπτώματα που εμφανίζονται μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, όπως:
  • Δύσπνοια
  • Αίσθημα βάρους στον τράχηλο
  • Δυσκολία στην κατάποση
  • Βράγχος φωνής (‘βραχνάδα’)
  • Βήχας
  • Πόνος τοπικά
  • Διάταση των φλεβών του τραχήλου κλπ.
Τα παραπάνω συμπτώματα θα πρέπει να αξιολογούνται ως ύποπτα για την πιθανή ύπαρξη αδιαφοροποίητου (αναπλαστικού) καρκίνου θυρεοειδούς.
Ο υπόλοιπος διαγνωστικός έλεγχος γίνεται με τα ίδια διαγνωστικά ‘εργαλεία’ που έχουν περιγραφεί παραπάνω και για τις άλλες μορφές καρκίνου του θυρεοειδούς, δηλαδή:
  • Υπερηχογράφημα
  • Αξονική ή μαγνητική τομογραφία (θα χρειαστεί για την αξιολόγηση της ακριβούς έκτασης της νόσου και της τυχόν διήθησης [‘επέκτασης’] σε παρακείμενα ανατομικά στοιχεία ή στο θώρακα
  • Παρακέντηση με λεπτή βελόνη κλπ.

NIFTP Θυρεοειδούς – Ένας Ιδιαίτερος Όγκος Θυρεοειδούς

Τι είναι ο Καρκίνος Θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle;

O καρκίνος θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle θεωρείται τυπικά σαν μία μορφή θυλακιώδους καρκίνου θυρεοειδούς. Παρά ταύτα αποτελεί μία ιδιαίτερη μορφή καρκίνου καθώς έχει περισσότερο επιθετική βιολογική συμπεριφορά. Αντιστοιχεί στο 3 – 5 % του συνόλου των καρκίνων θυρεοειδούς.

Θεραπεία Καρκίνου Θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle

Η βέλτιστη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle περιλαμβάνει την πλήρη εκτομή του θυρεοειδούς αδένα (ολική θυρεοειδεκτομή) με ταυτόχρονο λεμφαδενικό καθαρισμό του τραχήλου. Η επέμβαση αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να γίνει μέσω μιας μικρής τομής στον τράχηλο. Η έκταση του λεμφαδενικού καθαρισμού καθορίζεται με βάση τα ευρήματα στην λεπτομερή χαρτογράφηση τραχήλου.

Μετά τη χειρουργική επέμβαση πιθανόν να απαιτηθεί θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Εντούτοις, η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο στον καρκίνο θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική όσο στον τυπικό διαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς (θηλώδη και θυλακιώδη). Και αυτό γιατί τα κύτταρα Hürthle δεν προσλαμβάνουν επαρκώς το ραδιενεργό ιώδιο Ι – 131. ώστε να ακολουθήσει η καταστροφή τους από την ραδιενέργεια. Παρά ταύτα, είναι μία καλά ανεκτή μέθοδος θεραπείας που μπορεί να είναι χρήσιμη όταν υπάρχουν ενδείξεις. Τέτοιες ενδείξεις είναι η εξωθυρεοειδική επέκταση του καρκίνου από κύτταρα Hürthle και η παρουσία μεταστάσεων (σε λεμφαδένες ή σε μακρινά όργανα). Τα χαρακτηριστικά αυτά υποδηλώνουν επιθετική μορφή της νόσου.

Μετεγχειρητική παρακολούθηση (Follow-Up) Καρκίνου Θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle

Η μετεγχειρητική παρακολούθηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για δύο λόγους:
  • Για να επιβεβαιωθεί η σωστή ρύθμιση της θεραπείας καταστολής, ότι δηλαδή χορηγείται η σωστή δόση λεβοθυροξίνης (από το στόμα) ώστε οι τιμές της TSH (θυρεοειδοτρόπου ορμόνης) στο αίμα να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα.
  • Για να ελεγχθεί ο ασθενής για τυχόν υποτροπή («επανεμφάνιση») του καρκίνου.
Ο έλεγχος των ασθενών μετά την χειρουργική επέμβαση γίνεται αρχικά μετά από έξι μήνες και στη συνέχεια ανά έτος. Η συχνότητα εντούτοις της παρακολούθησης μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με την έκταση της νόσου, όπως αυτή καθορίζεται από το μέγεθος και την τυχόν διασπορά της εκτός του θυρεοειδούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί ο έλεγχος του ασθενούς να ΄γίνεται ανά μικρότερα χρονικά διαστήματα.
Συνήθως ο περιοδικός μετεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει:
  • Κλινική εξέταση (επισκόπηση και ψηλάφηση)
  • Υπερηχογράφημα
  • Εξετάσεις αίματος (μέτρηση θυρεοειδικών ορμονών και θυρεοσφαιρίνης)

Διάγνωση Νεοπλασμάτων από κύτταρα Hürthle: Καρκίνος ή Αδένωμα;

Όπως και τα θυλακιώδη νεοπλάσματα, έτσι και τα νεοπλάσματα από κύτταρα Hürthle μπορεί να είναι είτε καλοήθη (αδενώματα) είτε κακοήθη (καρκίνος). Για τη διάκριση αυτή, που είναι σημαντική, ο  παθολογοανατόμος θα πρέπει να ελέγξει δυο βασικά στοιχεία:
  • Την πιθανή διήθηση της κάψας
  • Την πιθανή διήθηση αγγείων (αιμοφόρων, λεμφικών)
Η διήθηση είτε της κάψας είτε των αγγείων είναι χαρακτηριστικό του καρκίνου από κύτταρα Hürthle και το βασικό διαφοροδιαγνωστικό στοιχείο από τα καλοήθη νεοπλάσματα (αδενώματα) από κύτταρα Hürthle.
Στην κυτταρολογική εξέταση το υλικού που λαμβάνεται με παρακέντηση με λεπτή βελόνη του θυρεοειδούς είναι πρακτικά αδύνατη η διάκριση ενός θυλακιώδους αδενώματος από ένα θυλακιώδες καρκίνωμα (για το πώς γίνεται, βλ. παραπάνω).
Το υπερηχογράφημα είναι η βασική απεικονιστική μέθοδος για την διαγνωστική διερεύνηση των ασθενών. Πέραν του θυρεοειδούς, θα πρέπει να γίνεται λεπτομερής έλεγχος ολόκληρου του τραχήλου για την ανίχνευση τυχόν λεμφαδενικών μεταστάσεων (χαρτογράφηση λεμφαδένων τραχήλου) ή τυχόν έκτοπου θυρεοειδικού ιστού.
Στην κυτταρολογική εξέταση του υλικού που λαμβάνεται με υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη παρακέντηση του όζου με λεπτή βελόνη (FNA-C, Fine-Needle Aspiration Cytology) συχνά υπάρχουν ευρήματα ενδεικτικά της νόσου (ταξινόμηση στην κατηγορία IV κατά Bethesda, με παρουσία κυττάρων Hürthle), χωρίς εντούτοις να είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ καρκίνου και αδενώματος.

Τι είναι τα κύτταρα Hürthle;

Τα κύτταρα Hürthle έχουν ξεχωριστή εμφάνιση στο μικροσκόπιο. Έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από τα θυλακικά κύτταρα και ηωσινόφιλο κοκκιώδες κυτταρόπλασμα (αφθονία μιτοχονδρίων). Παρατηρούνται τόσο σε καλοήθεις όσο και σε κακοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς. Η συχνότητα με την οποία ανιχνεύονται στον θυρεοειδή αδένα αυξάνεται όσο αυξάνεται η ηλικία.

Συμπτώματα Καρκίνου Θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle

Στα αρχικά στάδια της νόσου, ο καρκίνος θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle δεν συνοδεύεται από συμπτώματα. Τυπικά απουσιάζουν τα συμπτώματα που μπορεί να οφείλονται σε διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός / υποθυρεοειδισμός).
Συνηθέστατα ο καρκίνος θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle εμφανίζεται υπό τη μορφή όζου θυρεοειδούς. Ο όζος αυτός μπορεί:
  • Να παρατηρηθεί από τον ίδιο τον ασθενή (οπτικά ή με την ψηλάφηση).
  • Να παρατηρηθεί από άτομα του οικογενειακού ή κοινωνικού του περιβάλλοντος (σαν διόγκωση στον τράχηλο).
  • Να ανιχνευθεί από τον γιατρό του ασθενούς στα πλαίσια της κλινικής εξέτασης (συνηθέστατα με την ψηλάφηση ή και οπτικά).
  • Να απεικονιστεί σαν τυχαίο εύρημα στο υπερηχογράφημα τραχήλου που γίνεται είτε στα πλαίσια περιοδικού ελέγχου για γνωστή πάθηση του θυρεοειδούς είτε για άλλο άσχετο λόγο (π.χ. έλεγχος καρωτίδων).
Όταν ο καρκίνος θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle επεκταθεί και εκτός του θυρεοειδούς (εξωθυρεοειδική επέκταση) μπορεί να παρατηρηθούν και άλλα συμπτώματα, όπως:
  • Αλλαγή της χροιάς της φωνής (βράγχος, ‘βραχνάδα)
  • Δυσκολία στην κατάποση
  • Αίσθηση ξένου σώματος
  • Διόγκωση στα πλάγια του τραχήλου (λόγω λεμφαδενικών μεταστάσεων) κλπ.
Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί αύξηση των επιπέδων θυρεοσφαιρίνης στο αίμα. Εντούτοις, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυξημένη θυρεοσφαιρίνη στο αίμα παρατηρείται τόσο σε καλοήθεις όσο και σε κακοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς.

Βιολογική συμπεριφορά Νεοπλασμάτων από κύτταρα Hürthle

Τα καλοήθη νεοπλάσματα (αδενώματα) από κύτταρα Hürthle έχουν καλοήθη βιολογική συμπεριφορά και με την εκτομή τους επιτυγχάνεται η πλήρης και οριστική ίαση της νόσου.
Ο καρκίνος θυρεοειδούς από κύτταρα Hürthle έχει διαφορές από το τυπικό θυλακιώδες καρκίνωμα:
  • Παρατηρείται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (μέσος όρος διάγνωσης τα 55 έτη, 10 χρόνια παραπάνω από την μέση ηλικία διάγνωσης του θυλακιώδους καρκίνου θυρεοειδούς).
  • Δίνει μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου σε ποσοστό περίπου 25 % των ασθενών (σε αντίθεση με το θυλακιώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς).
  • Μπορεί επίσης να δώσει μεταστάσεις και σε μακρινά όργανα (π.χ. πνεύμονες και οστά) με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με το σύνηθες θυλακιώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς .
Τα ποσοστά ίασης είναι μικρότερα σε σύγκριση με το διαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς (θηλώδης και θυλακιώδης καρκίνος θυρεοειδούς). Παρά ταύτα, όταν δεν παρουσιάζει εκτεταμένη διασπορά εκτός του θυρεοειδούς (στον τράχηλο ή σε μακρινά όργανα) η πρόγνωση μπορεί να είναι εξαιρετική, ιδιαίτερα σε νεότερης ηλικίας άτομα (κάτω των 55 ετών).

Ραδιενεργό Ιώδιο & Καρκίνος Θυρεοειδούς

Ποια είναι η βασική μέθοδος θεραπείας του διαφοροποιημένου Καρκίνου Θυρεοειδούς;

Η συνηθέστερη μορφή καρκίνου θυρεοειδούς είναι ο θηλώδης και ο θυλακιώδης καρκίνος. Οι δύο αυτές καρκίνου από κοινού περιγράφονται ως διαφοροποιημένος καρκίνος θυρεοειδούς. Η βασική μέθοδος θεραπείας του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς είναι η χειρουργική επέμβαση. Με τη χειρουργική επέμβαση επιδιώκεται η πλήρης εκτομή της νόσου. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο η αφαίρεση θυρεοειδούς (ολική θυρεοειδεκτομή) αλλά και των μεταστάσεων του καρκίνου (όταν υπάρχουν). Οι μεταστάσεις αυτές όταν υπάρχουν συνηθέστατα εντοπίζονται στους λεμφαδένες του τραχήλου (λεμφαδενικές μεταστάσεις).

Ποιες είναι οι βασικές πληροφορίες που πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής για τη θεραπεία του Καρκίνου Θυρεοειδούς με Ραδιενεργό Ιώδιο;

Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται σαν συμπληρωματική θεραπεία (adjuvant therapy) μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς, σε επιλεγμένους ασθενείς.
Για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει με την χειρουργική επέμβαση να μην έχει παραμείνει θυρεοειδικός ιστός ή να υπάρχει ελάχιστο υπόλειμμα θυρεοειδικού ιστού.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο βασίζεται στο γεγονός ότι τα διαφοροποιημένα κύτταρα θυρεοειδούς προσλαμβάνουν εκλεκτικά το ραδιενεργό ιώδιο και η ακτινοβολία που εκπέμπεται τα καταστρέφει. Αυτό ισχύει και για τα καρκινικά κύτταρα, όπου και αν βρίσκονται αυτά (π.χ. στον τράχηλο ή σε μακρινά όργανα λόγω μεταστάσεων). Έτσι με το ραδιενεργό ιώδιο επιτυγχάνεται καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα όταν χορηγείται σαν συμπληρωματική θεραπεία.
Η χρήση του ραδιενεργού ιωδίου στην θεραπεία του καρκίνου θυρεοειδούς απετέλεσε ιστορικά την πρώτη μορφή ‘στοχευμένης’ θεραπείας (targeted therapy) στην ογκολογία. Πρόκειται μάλιστα για μία από τις πλέον αποτελεσματικές μορφές στοχευμένης θεραπείας στην ογκολογία.
Η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και κυρίως με βάση την αξιολόγηση του σταδίου της νόσου (σταδιοποίηση). Η σταδιοποίηση αυτή γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του προεγχειρητικού ελέγχου, τα ευρήματα κατά τη διάρκεια της επέμβασης και τα ευρήματα στην ιστολογική εξέταση (‘βιοψία’).
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου δεν χρειάζεται χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου μετά τη χειρουργική επέμβαση, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με πολύ μικρούς σε διάμετρο καρκίνους θυρεοειδούς (< 10 mm) που δεν επεκτείνονται εκτός του θυρεοειδούς και δεν έχουν δώσει μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου.
Πριν την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ο ασθενής υποβάλλεται σε μία ειδική προετοιμασία που έχει σαν στόχο την αύξηση των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται σημαντικά η πρόσληψη του ραδιενεργού ιωδίου από τα τυχόν υπολειμματικά κύτταρα του θυρεοειδούς (φυσιολογικά και καρκινικά), οπότε επιτυγχάνεται εύκολα η καταστροφή τους. Η αύξηση αυτή της TSH μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε με διακοπή για ένα διάστημα της λήψης θυρεοειδικής ορμόνης από το στόμα για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (στο οποίο ο ασθενής είναι υποθυρεοειδικός) είτε με την χορήγηση Thyrogen (2 ενέσεις) πριν την θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Συνήθως το ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται σε διάστημα 2 – 3 μηνών μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επαναληφθεί η χορήγησή του (αν και υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την δόση). Σημειώνεται επίσης ότι η πιθανότητα εμφάνισης των (σπάνιων) επιπλοκών της θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο αυξάνεται όσο επαναλαμβάνεται η χορήγησή του.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο είναι γενικά καλά ανεκτή. Το ραδιενεργό ιώδιο (Ι-131) χορηγείται υπό τη μορφή δισκίου. Ο ασθενής παραμένει για ένα διάστημα ωρών (εξαρτάται από την χορηγούμενη δόση) σε ένα θάλαμο με ειδική μόνωση για προστασία από την ακτινοβολία.
Μετά την έξοδο δίδονται ειδικές οδηγίες για την προστασία των γύρω του από την εκπεμπόμενη ακτινοβολία. Οι οδηγίες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές αν στο περιβάλλον του ασθενούς υπάρχουν παιδιά.
Είναι ενδιαφέρον ότι η δράση του ραδιενεργού ιωδίου δεν εξαντλείται στην άμεση περίοδο μετά την χορήγησή του αλλά μπορεί να συνεχίζεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο δεν ενδείκνυται σε ασθενείς με σπανιότερες μορφές καρκίνου θυρεοειδούς, όπως μυελοειδές ή αναπλαστικό ή αδιαφοροποίητο καρκίνωμα, καθώς στις περιπτώσεις αυτές τα καρκινικά κύτταρα δεν προσλαμβάνουν το ραδιενεργό ιώδιο.

Ποιες είναι οι επιπλοκές της θεραπείας του Καρκίνου Θυρεοειδούς με Ραδιενεργό Ιώδιο;

Αν και γενικά θεωρείται ασφαλής, η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο μπορεί να συνοδεύεται από κάποιες επιπλοκές.  Οι επιπλοκές αυτές αναφέρονται συνοπτικά στη συνέχεια.
Α. Πρώιμες Επιπλοκές
  • Ναυτία
  • Πόνος στον αυχένα/τράχηλο
  • Δυσλειτουργία των δακρυικών αδένων
  • Διαταραχή της λειτουργίας των σιελογόνων αδένων
  • Διαταραχή της αίσθησης της γεύσης
Β. Απώτερες Επιπλοκές
  • Σιαλαδενίτιδα
  • Απόφραξη ρινοδακρυικού πόρου
  • Υπογονιμότητα
  • Ανάπτυξη δεύτερου καρκίνου (καρκινογόνος δράση) (π.χ. αιματολογικές κακοήθειες)

Η εμφάνιση των επιπλοκών αυτών σχετίζεται με τη χορηγούμενη δόση.

3165

Θυρεοειδεκτομές

656

Λεμφαδενικοί Καθαρισμοί

404

Παραθυρεοειδεκτομές
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ