Ο όρος ‘βρογχοκήλη’ περιγράφει την διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα. Όταν ο διογκωμένος θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί, όταν δηλαδή συνυπάρχει υπερθυρεοειδισμός μαζί με την διόγκωση του θυρεοειδούς, η βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται ως «τοξική». Όταν η λειτουργία του διογκωμένου θυρεοειδούς διατηρείται φυσιολογική, η βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται ως «απλή μη τοξική». Η διόγκωση του θυρεοειδούς μπορεί να είναι ομοιόμορφη και σε αυτή την περίπτωση η βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται σαν «διάχυτη». Όταν η διόγκωση του θυρεοειδούς οφείλεται στην παρουσία όζων, η βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται σαν «οζώδης» ή «πολυοζώδης».
Η βρογχοκήλη είναι μία αρκετά συνηθισμένη πάθηση του θυρεοειδούς. Συνηθισμένος είναι επίσης και ο καρκίνος του θυρεοειδούς, που αποτελεί την πιο συχνή κακοήθη πάθηση των ενδοκρινών αδένων. Μάλιστα η συχνότητα του καρκίνου θυρεοειδούς βαίνει σταθερά αυξανόμενη στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, με ρυθμό μεγαλύτερο από κάθε άλλη μορφή κακοήθους πάθησης. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών παθήσεων;
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς εκδηλώνεται συνηθέστατα υπό τη μορφή όζου θυρεοειδούς. Επομένως θεωρητικά στην οζώδη βρογχοκήλη υπάρχει πάντα πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς. Σήμερα η διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς μπορεί να τεκμηριωθεί κυτταρολογικά με παρακέντηση του όζου που θεωρείται ύποπτος για καρκίνο. Η υποψία αυτή βασίζεται σε πολλές παραμέτρους, κυρίως όμως στους υπερηχογραφικούς χαρακτήρες που έχει ο όζος στο υπερηχογράφημα. Ύποπτοι για καρκίνο υπερηχογραφικοί χαρακτήρες είναι:
- Ανώμαλα όρια του όζου
- Κατακόρυφός προσανατολισμός του όζου (σχήμα taller-than-wide)
- Παρουσία μικροαποτιτανώσεων
- Εσωτερική άναρχη (χαοτική) αγγείωση
- Υποηχογένεια
- Εξωθυρεοειδική επέκταση
- Συνύπαρξη τραχηλικής λεμφαδενοπάθειας (παθολογικά διογκωμένοι τραχηλικοί λεμφαδένες)
Όταν υπάρχει λοιπόν υποψία καρκίνου σε έναν όζο θυρεοειδούς θα πρέπει να γίνεται παρακέντηση του όζου αυτού με λεπτή βελόνη (FNA) και κυτταρολογική εξέταση του υλικού που λαμβάνεται για την προεγχειρητική τεκμηρίωση της διάγνωσης. Τι γίνεται όμως σε περίπτωση πολυοζώδους βρογχοκήλης, όπου οι όζοι είναι αρκετοί; Προφανώς είναι συχνά αδύνατο και όχι σωστό να γίνει παρακέντηση όλων των όζων. Σε αυτή την περίπτωση ο έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να διακρίνει ποιος από τους όζους είναι ύποπτος και να κατευθύνει τη βελόνη της παρακέντησης στον όζο αυτό.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια εθεωρείτο ότι η παρουσία ενός όζου σε ασθενή με διάχυτη τοξική βρογχοκήλη (νόσο Graves) δεν είναι γενικά ύποπτη για την ύπαρξη καρκίνου, καθώς ο συνδυασμός διάχυτης τοξικής βρογχοκήλης με καρκίνο θυρεοειδούς ήταν σπάνιος. Κάποιοι μάλιστα έφθαναν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι η διάχυτη τοξική βρογχοκήλη «προστατεύει» από την ανάπτυξη καρκίνου θυρεοειδούς. Σήμερα εντούτοις αυτό δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν όλο και περισσότερες αναφορές για ασθενείς με διάχυτη τοξική βρογχοκήλη στους οποίους διαγιγνώσκεται καρκίνος θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό όταν υπάρχει – βάσει των υπερηχογραφικών χαρακτήρων – υποψία για την πιθανή ύπαρξη καρκίνου σε έναν όζο θυρεοειδούς θα πρέπει να ακολουθείται η συνήθης διαγνωστική διαδικασία, δηλαδή η παρακέντηση του ύποπτου όζου με λεπτή βελόνη (FNA) και η κυτταρολογική εξέταση του υλικού που λαμβάνεται με αυτή.
Ένα όχι σπάνιο κλινικό σενάριο είναι η τυχαία ανακάλυψη μιας εστίας καρκίνου θυρεοειδούς στο θυρεοειδή ασθενούς που έχει υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή για βρογχοκήλη. Η πιθανότητα αυτή ανέρχεται σε 15 – 20 %, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό. Σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για μικροσκοπικό θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς και έτσι η ολική θυρεοειδεκτομή που έχει γίνει για την βρογχοκήλη έχει πετύχει την ίαση, χωρίς να απαιτηθεί στη συνέχεια κάποια άλλη θεραπεία (όπως ραδιενεργό ιώδιο).
Σε κάθε ασθενή με καρκίνο θυρεοειδούς μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε πριν την επέμβαση και την κατάσταση των λεμφαδένων του τραχήλου, αν δηλαδή υπάρχουν ύποπτοι ή παθολογικοί τραχηλικοί λεμφαδένες. Και αυτό γιατί σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την ολική θυρεοειδεκτομή και λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου (δηλαδή αφαίρεση των λεμφαδένων του τραχήλου). Σήμερα ο έλεγχος των λεμφαδένων του τραχήλου στους ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς γίνεται με τη βοήθεια του υπερηχογραφήματος και η εξέταση αυτή είναι γνωστή σαν «υπερηχογραφική χαρτογράφηση λεμφαδένων τραχήλου». Η χαρτογράφηση θα πρέπει να γίνεται και σε κάθε περίπτωση βρογχοκήλης όπου υπάρχει υποψία να υποκρύπτεται καρκίνος θυρεοειδούς.
Μία ιδιαίτερη περίπτωση είναι ο ασθενής με καταδυόμενη βρογχοκήλη και καρκίνο θυρεοειδούς. Η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται στο ότι η θυρεοειδεκτομή μπορεί να είναι δυσχερής όταν ο θυρεοειδής καταδύεται σε μεγάλο βάθος στο θώρακα (ανώτερο πρόσθιο μεσοθωράκιο). Καθώς η ολική θυρεοειδεκτομή είναι η επέμβαση που θα πρέπει να προτιμάται στον καρκίνο θυρεοειδούς, έχει μεγάλη σημασία να επιτευχθεί η πλήρης αφαίρεση του θυρεοειδούς χωρίς να παραμείνει υπόλειμμα αυτού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πλήρη κινητοποίηση του καταδυόμενο μέρους του θυρεοειδούς από το θώρακα (μεσοθωράκιο).Ο χειρισμός αυτός μπορεί συνήθως να γίνει μέσω της τραχηλικής τομής, εφόσον ο χειρουργός διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία. Η αξονική τομογραφία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αξιολόγηση του βάθους στο οποίο καταδύεται ο θυρεοειδής στο θώρακα. Αντίθετα, καθώς η δέσμη υπερήχων δεν μπορεί να διαπεράσει τα οστά του θώρακα (κυρίως το στέρνο), το υπερηχογράφημα δεν μπορεί να δώσει ακριβείς πληροφορίες για το θέμα αυτό. Όταν η κατάδυση του θυρεοειδούς επεκτείνεται αρκετά βαθιά το θώρακα μπορεί να χρειαστεί να γίνει στερνοτομή (εξαιρετικά σπάνια).
Μετά την χειρουργική επέμβαση σε ασθενή με βρογχοκήλη και καρκίνο θυρεοειδούς θα πρέπει να ακολουθήσει η ενδεδειγμένη θεραπευτική αντιμετώπιση, που περιλαμβάνει τη θεραπεία καταστολής και – σε επιλεγμένους ασθενείς – την επικουρική (adjuvant) θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Η θεραπεία καταστολής συνίσταται στην χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών σε ελαφρά αυξημένες δόσεις. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο αποφασίζεται με βάση τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης. Υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια για την χορήγησή της. Τα τελευταία χρόνια η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται περισσότερο επιλεκτικά. Μετά τη χορήγηση του ραδιενεργού ιωδίου θα πρέπει να τηρούνται μέτρα ακτινοπροστασίας από τη ραδιενέργεια για τα άτομα του περιβάλλοντος του ασθενούς. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας ενημερώνονται επίσης για κάποια μέτρα που αφορούν την αναβολή για λίγους μήνες τυχόν επιθυμητής εγκυμοσύνης.