Skip to main content
search

Θυρεοειδεκτομή και θυροξίνη – θεραπεία καταστολής

Θυρεοειδεκτομή και θυροξίνη – θεραπεία καταστολής. Τα κύτταρα του θυρεοειδούς υπόκεινται στον έλεγχο ενός ρυθμιστικού κυκλώματος, στο οποίο κεντρικό ρόλο κατέχουν ο υποθάλαμος και η υπόφυση (ανώτερα ενδοκρανιακά ρυθμιστικά κέντρα), μέσω της παραγωγής δύο ορμονών της TRH και της TSH, αντίστοιχα.

Όταν μειώνονται τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα (για παράδειγμα μετά από επέμβαση αφαίρεσης θυρεοειδούς [θυρεοειδεκτομή]) ο οργανισμός αυξάνει αντιρροπιστικά την παραγωγή των παραπάνω ορμονών με στόχο τη διέγερση της λειτουργίας των θυρεοειδικών κυττάρων.

Αντίθετα, όταν είναι αυξημένα τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα (όπως για παράδειγμα σε υπερθυρεοειδισμό) τότε αντιρροπιστικά ο οργανισμός μειώνει την παραγωγή της TRH και της TSH με στόχο την μείωση της διέγερσης των θυρεοειδικών κυττάρων και την μείωση της παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών.

Ο ρυθμιστικός αυτός μηχανισμός είναι γνωστός σαν μηχανισμός αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης.

Θεωρητικά, μετά από την χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς (θυρεοειδεκτομή, με ή χωρίς λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου) είναι δυνατόν να παραμείνουν στον οργανισμό κάποια καρκινικά κύτταρα. Η επέμβαση θα πρέπει βέβαια να είναι ριζική (θεραπευτική), χωρίς να παραμείνει υπολειμματική νόσος (καρκίνος) στον ασθενή. Το θεωρητικό αυτό εντούτοις ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Στην περίπτωση του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς (θηλώδους ή θυλακιώδους), τα καρκινικά κύτταρα που μπορεί να έχουν απομείνει στον οργανισμό μετά την επέμβαση έχουν την ιδιότητα να ανταποκρίνονται στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του οργανισμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον παραπάνω μηχανισμό αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης που περιγράφηκε παραπάνω.

Το γεγονός αυτό εκμεταλλευόμαστε θεραπευτικά στον θηλώδη καρκίνο / θυλακιώδη καρκίνο θυρεοειδούς με την λεγόμενη θεραπεία καταστολής. Η θεραπεία αυτή συνίσταται στην χορήγηση θυροξίνης σε σχετικά αυξημένες δόσεις. Στόχος είναι η διατήρηση των επιπέδων TSH (θυρεοειδοτρόπου ορμόνης) σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Τα χαμηλά αυτά επίπεδα TSH έχουν σαν αποτέλεσμα να μην διεγείρονται (και για πολλαπλασιασμό) τα καρκινικά κύτταρα που ενδεχομένως έχουν παραμείνει μετά την επέμβαση στον ασθενή. Φαίνεται ότι η θεραπεία καταστολής συνδυάζεται με μείωση της πιθανότητας υποτροπής του καρκίνου θυρεοειδούς και με μεγαλύτερο διάστημα επιβίωσης χωρίς νόσο.

Θυρεοειδεκτομή και θυροξίνη – θεραπεία καταστολής

Η χορήγηση θυροξίνης από τον χειρουργό θυρεοειδούς στις σχετικά αυξημένες αυτές δόσεις έχει σαν στόχο επομένως την ‘καταστολή’ των επιπέδων της TSH στο αίμα και κατά συνέπεια την ‘καταστολή’ των καρκινικών κυττάρων. Για το λόγο αυτό η θεραπεία με χορήγηση θυροξίνης στους ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς περιγράφεται σαν «θεραπεία καταστολής».

Θα πρέπει εντούτοις να υπενθυμίσουμε το Ιπποκρατικό «Ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Η θεραπεία καταστολής δεν είναι άμοιρη επιπλοκών. Η εμφάνιση των επιπλοκών αυτών και η βαρύτητά τους εξαρτάται από την δόση της θυροξίνης που χορηγείται. Όσο πιο μεγάλη είναι η δόση της θυροξίνης που χορηγείται στη θεραπεία καταστολής, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο βαθμός της καταστολής (όπως φαίνεται από τον βαθμό μείωσης των επιπέδων TSH στο αίμα) όπως επίσης και η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών (και η βαρύτητά τους).

Εντούτοις, η θεραπεία καταστολής δεν είναι χωρίς επιπλοκές, όπως ταχυκαρδίες, αρρυθμίες, μείωση οστικής πυκνότητας/οστεοπενία ή οστεοπόρωση. Για το λόγο αυτό προτείνεται η κατάλληλη ρύθμιση της δόσης της λεβοθυροξίνης, ώστε να επιτευχθεί ο βέλτιστος για τον κάθε ασθενή βαθμός καταστολής, επιτυγχάνοντας έτσι τον σωστό θεραπευτικό αποτέλεσμα (όσον αφορά τη μείωση του βαθμού διέγερσης των πιθανών υπολειμματικών καρκινικών κυττάρων) χωρίς όμως να εκτίθεται χωρίς λόγο ασθενής στην πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών.

Για την επιλογή αυτή έχει σημασία να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα δεδομένα του κάθε συγκεκριμένου ασθενούς. Για παράδειγμα, ο βαθμός καταστολής θα πρέπει να είναι μικρότερος (άρα μικρότερες δόσεις θυροξίνης) σε ασθενείς με ευνοϊκούς προγνωστικούς χαρακτήρες (π.χ. ένα μικροσκοπικό ενδοθυρεοειδικο θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς χωρίς λεμφαδενικές μεταστάσεις). Αντίθετα, ο βαθμός καταστολής θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος (άρα μεγαλύτερες δόσεις θυροξίνης) σε ασθενείς με περισσότερο προχωρημένο καρκίνο θυρεοειδούς (π.χ. με λεμφαδενικές μεταστάσεις), στους οποίους ο κίνδυνος υποτροπής είναι μεγαλύτερος.

Με άλλα λόγια, η θεραπεία καταστολής θα πρέπει να εξατομικεύεται στον κάθε ασθενή.

Αριθμοί Επεμβάσεων έως 30/6/24

3497

Θυρεοειδεκτομές

746

Λεμφαδενικοί Καθαρισμοί

456

Παραθυρεοειδεκτομές
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ