Θυροξίνη και θυρεοειδεκτομή – θεραπεία υποκατάστασης
Ο θυρεοειδής αδένας εμπλέκεται σε μία πληθώρα βασικών λειτουργικών του οργανισμού που πρακτικά αφορούν όλα τα οργανικά του συστήματα. Αυτό γίνεται μέσω της παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών, που ελέγχουν τον μεταβολισμό σε κυτταρικό επίπεδο.
Είναι αυτονόητο ότι – μετά την αφαίρεση του θυρεοειδούς (ολική θυρεοειδεκτομή) – η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών μηδενίζεται. Σαν αποτέλεσμα, εμφανίζεται μετεγχειρητικά υποθυρεοειδισμός εφόσον δεν χορηγηθεί θυροξίνη (θυρεοειδική ορμόνη) από το στόμα. Στόχος της χορήγησης θυροξίνης μετά την θυρεοειδεκτομή είναι η διατήρηση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα μέσα στα φυσιολογικά επίπεδα. Σε αυτή την περίπτωση ο ασθενής χαρακτηρίζεται ως ‘ευθυρεοειδικός’.
Η θεραπεία αυτή επομένως έχει σαν στόχο την «υποκατάσταση» της θυρεοειδικής λειτουργίας που έχει πλέον διακοπεί μετά την επέμβαση θυρεοειδεκτομής και για το λόγο αυτό περιγράφεται και σαν «θεραπεία υποκατάστασης» (κατ’ αντιδιαστολή με τη θεραπεία καταστολής με θυροξίνη, βλ. παρακάτω).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιλογή της σωστής δόσης θυροξίνης έτσι ώστε ο ασθενής να καταστεί ευθυρεοειδικός. Η δόση αυτή εξατομικεύεται στον κάθε συγκεκριμένο ασθενή. Σε περίπτωση ανεπιτυχούς ρύθμισης της θεραπείας υποκατάστασης μπορεί να εμφανιστούν δύο διαφορετικά προβλήματα:
- Υποθυρεοειδισμός – παρατηρείται όταν χορηγείται θυροξίνη σε δόση μικρότερη από αυτή που χρειάζεται ο ασθενής. Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να δημιουργήσει αυτός καθ’ εαυτός προβλήματα στον ασθενή, με τις χαρακτηριστικές του κλινικές εκδηλώσεις. Μπορεί όμως να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα από τυχόν υπολειμματικό θυρεοειδικό ιστό (δηλαδή από θυρεοειδικό ιστό που έχει παραμείνει στον ασθενή μετά την επέμβαση θυρεοειδεκτομής από έμπειρο και εξειδικευμένο χειρουργό θυρεοειδούς), που μπορεί σταδιακά να διογκωθεί. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές μπορεί να χρειαστεί νέα χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του υπολείμματος (κολοβώματος) θυρεοειδούς.
- Υπερθυρεοειδισμός – παρατηρείται όταν χορηγείται θυροξίνη σε δόσεις μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζεται ο ασθενής. Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να μην συνοδεύεται από συμπτώματα (λανθάνων υπερθυρεοειδισμός) και στις περιπτώσεις αυτές διαγιγνώσκεται μόνο με τις εξετάσεις αίματος. Μπορεί όμως να συνοδεύεται από τις χαρακτηριστικές κλινικές εκδηλώσεις του υπερθυρεοειδισμού ταλαιπωρώντας έτσι τον ασθενή. Καθώς ο υπερθυρεοειδισμός στην περίπτωση αυτή οφείλεται σε θεραπευτική παρέμβαση του γιατρού (χορήγηση θυροξίνης, σε λάθος δόση) χαρακτηρίζεται ως ‘ιατρογενής υπερθυρεοειδισμός’. Σε κάθε περίπτωση, ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί επίσης να προκαλέσει βλάβες και από άλλα όργανα. Για παράδειγμα, μπορεί να προκληθεί βλάβη οστών (μείωση οστικής πυκνότητας).
Γίνεται επομένως αντιληπτή η σημασία της σωστής μετεγχειρητικής παρακολούθησης των ασθενών μετά από επέμβαση αφαίρεσης του θυρεοειδούς. Επίσης ο ίδιος ο ασθενής θα πρέπει να είναι συνεπής στο πρόγραμμα παρακολούθησης και στην λήψη της θυροξίνης σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού του. Για παράδειγμα, η συχνή παράλειψη (από την πλευρά του ασθενούς) λήψης της θυροξίνης θα έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση υποθυρεοειδισμού.
Τονίζεται ότι η θεραπεία υποκατάστασης έχει θέση σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή για καλοήθη πάθηση θυρεοειδούς. Σε ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς έχει θέση η θεραπεία καταστολής, στη οποία χορηγείται σχετικά αυξημένη δόση θυροξίνης ώστε να προκληθεί κάποιου βαθμού υπερθυρεοειδισμός. Ο βαθμός της καταστολής της TSH που επιδιώκεται εξαρτάται από την πιθανότητα εμφάνισης υποτροπής του καρκίνου θυρεοειδούς.