Με τον όρο «ιατρογενής υπερθυρεοειδισμός» περιγράφεται ο υπερθυρεοειδισμός που οφείλεται σε κάποια ιατρική πράξη. Συνηθέστερη αιτία ιατρογενούς υπερθυρεοειδισμού είναι η χορήγηση σε αυξημένες δόσεις θυροξίνης. Όπως είναι γνωστό η θυροξίνη (λεβοθυροξίνη) χορηγείται από το στόμα για διάφορους λόγους, όπως για την θεραπεία του υποθυρεοειδισμού ή για την υποκατάσταση της λειτουργίας του θυρεοειδούς σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση (θυρεοειδεκτομή) ή σε θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Η ρύθμιση της δόσης θυροξίνης που χορηγείται από το στόμα θα πρέπει να γίνεται από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο, έτσι ώστε τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα να βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων. Με τον τρόπο αυτό ο ασθενής είναι «ευθυρεοειδικός». Αν όμως, για οποιοδήποτε λόγο, χορηγηθεί δόση θυροξίνης μεγαλύτερη από αυτή που χρειάζεται ο ασθενής ώστε να είναι ευθυρεοειδικός, τότε ο ασθενής καθίσταται υπερθυρεοειδικός (ιατρογενής υπερθυρεοειδισμός). Για το λόγο αυτό αυτό ο ασθενής θα πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του ενδοκρινολόγου του και να υποβάλλεται ανά διαστήματα σε έλεγχο για τη σωστή ρύθμιση της δόσης της χορηγούμενης θυροξίνης.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ελεγχόμενος υπερθυρεοειδισμός είναι επιθυμητός σε ασθενείς με ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς που έχουν υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία (θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο). Στους ασθενείς αυτούς χορηγείται συνήθως μεγαλύτερη δόση θυροξίνης σε σχέση με την δόση που χορηγείται στους ασθενείς μετά θυρεοειδεκτομή για καλοήθη πάθηση. Στόχος της τακτικής αυτής είναι η πρόκληση ελεγχόμενου υπερθυρεοειδισμού ώστε να κατασταλεί η έκκριση της TSH που διεγείρει τα θυρεοειδικά (και τα καρκινικά) κύτταρα. Για το λόγο αυτό η θεραπεία αυτή χαρακτηρίζεται σαν «θεραπεία καταστολής» (σε αντιδιαστολή με τη «θεραπεία υποκατάστασης» που χορηγείται μετά θυρεοειδεκτομή σε ασθενείς με καλοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς).