Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται σαν συμπληρωματική θεραπεία (adjuvant therapy) μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς, σε επιλεγμένους ασθενείς.
Για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει με την χειρουργική επέμβαση να μην έχει παραμείνει θυρεοειδικός ιστός ή να υπάρχει ελάχιστο υπόλειμμα θυρεοειδικού ιστού.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο βασίζεται στο γεγονός ότι τα διαφοροποιημένα κύτταρα θυρεοειδούς προσλαμβάνουν εκλεκτικά το ραδιενεργό ιώδιο και η ακτινοβολία που εκπέμπεται τα καταστρέφει.
Αυτό ισχύει και για τα καρκινικά κύτταρα, όπου και αν βρίσκονται αυτά (π.χ. στον τράχηλο ή σε μακρινά όργανα λόγω μεταστάσεων). Έτσι με το ραδιενεργό ιώδιο επιτυγχάνεται καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα όταν χορηγείται σαν συμπληρωματική θεραπεία.
Η χρήση του ραδιενεργού ιωδίου στην θεραπεία του καρκίνου θυρεοειδούς απετέλεσε ιστορικά την πρώτη μορφή ‘στοχευμένης’ θεραπείας (targeted therapy) στην ογκολογία. Πρόκειται μάλιστα για μία από τις πλέον αποτελεσματικές μορφές στοχευμένης θεραπείας στην ογκολογία.
Η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και κυρίως με βάση την αξιολόγηση του σταδίου της νόσου (σταδιοποίηση). Η σταδιοποίηση αυτή γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του προεγχειρητικού ελέγχου, τα ευρήματα κατά τη διάρκεια της επέμβασης και τα ευρήματα στην ιστολογική εξέταση (‘βιοψία’).
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου δεν χρειάζεται χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου μετά τη χειρουργική επέμβαση, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με πολύ μικρούς σε διάμετρο καρκίνους θυρεοειδούς (< 10 mm) που δεν επεκτείνονται εκτός του θυρεοειδούς και δεν έχουν δώσει μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου.
Πριν την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ο ασθενής υποβάλλεται σε μία ειδική προετοιμασία που έχει σαν στόχο την αύξηση των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται σημαντικά η πρόσληψη του ραδιενεργού ιωδίου από τα τυχόν υπολειμματικά κύτταρα του θυρεοειδούς (φυσιολογικά και καρκινικά), οπότε επιτυγχάνεται εύκολα η καταστροφή τους.
Η αύξηση αυτή της TSH μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε με διακοπή για ένα διάστημα της λήψης θυρεοειδικής ορμόνης από το στόμα για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (στο οποίο ο ασθενής είναι υποθυρεοειδικός) είτε με την χορήγηση Thyrogen (2 ενέσεις) πριν την θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Συνήθως το ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται σε διάστημα 2 – 3 μηνών μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επαναληφθεί η χορήγησή του (αν και υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την δόση). Σημειώνεται επίσης ότι η πιθανότητα εμφάνισης των (σπάνιων) επιπλοκών της θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο αυξάνεται όσο επαναλαμβάνεται η χορήγησή του.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο είναι γενικά καλά ανεκτή. Το ραδιενεργό ιώδιο (Ι-131) χορηγείται υπό τη μορφή δισκίου. Ο ασθενής παραμένει για ένα διάστημα ωρών (εξαρτάται από την χορηγούμενη δόση) σε ένα θάλαμο με ειδική μόνωση για προστασία από την ακτινοβολία.
Μετά την έξοδο δίδονται ειδικές οδηγίες για την προστασία των γύρω του από την εκπεμπόμενη ακτινοβολία. Οι οδηγίες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές αν στο περιβάλλον του ασθενούς υπάρχουν παιδιά.
Είναι ενδιαφέρον ότι η δράση του ραδιενεργού ιωδίου δεν εξαντλείται στην άμεση περίοδο μετά την χορήγησή του αλλά μπορεί να συνεχίζεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο δεν ενδείκνυται σε ασθενείς με σπανιότερες μορφές καρκίνου θυρεοειδούς, όπως μυελοειδές ή αναπλαστικό ή αδιαφοροποίητο καρκίνωμα, καθώς στις περιπτώσεις αυτές τα καρκινικά κύτταρα δεν προσλαμβάνουν το ραδιενεργό ιώδιο.