Υποθυρεοειδισμός – τι είναι;
Ο υποθυρεοειδισμός είναι μία συχνή πάθηση, στην οποία ο θυρεοειδής αδένας παράγει θυρεοειδικές ορμόνες σε ποσότητες μικρότερες από αυτές που έχει ανάγκη ο οργανισμός.
Παρά το μικρό του μέγεθος, ο θυρεοειδής αδένας έχει σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση του ενεργειακού κυτταρικού μεταβολισμού, επηρεάζοντας έτσι τη λειτουργία πρακτικά όλων των οργάνων του ανθρωπίνου σώματος.
Στον υποθυρεοειδισμό, η μειωμένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών έχει σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση του κυτταρικού μεταβολισμού, επιβραδύνοντας έτσι πολλές από τις λειτουργίες των διαφόρων οργανικών συστημάτων.
Στις περισσότερες δυτικές χώρες εκτιμάται ότι ο υποθυρεοειδισμός προσβάλλει ένα ποσοστό περίπου 5 % του γενικού πληθυσμού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισμός συνοδεύεται από ήπιες εκδηλώσεις. Είναι συχνότερος στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Αν και μπορεί να προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας ακόμη και νεογνά, είναι εντούτοις συχνότερος σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.
Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί υποθυρεοειδισμός σε γυναίκες στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην εξέλιξη της κύησης αλλά και στο έμβρυο – νεογνό.
Υποθυρεοειδισμός – Συμπτώματα
Τα συμπτώματα ποικίλουν από ατόμου εις άτομο και περιλαμβάνουν:
- Κόπωση
- Αύξηση σωματικού βάρους
- Δυσανεξία στο κρύο
- Αρθραλγίες Μυαλγίες Ξηροδερμία
- Λεπτές και εύθρυπτες τρίχες Υπογονιμότητα
- Διαταραχές της περιόδου Βραδυκαρδία
- Υπνηλία
- Κατάθλιψη
- Διαταραχές της συγκέντρωσης κλπ.
Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν σταδιακά, σε ένα χρονικό διάστημα που ποικίλει (από λίγους μήνες μέχρι και χρόνια) και για το λόγο αυτό μπορεί εύκολα να διαφύγουν αρχικά της προσοχής.
Υποθυρεοειδισμός-Αιτίες
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως:
Έλλειψη ιωδίου στην τροφή (ιωδοπενία). Αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία υποθυρεοειδισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά ταύτα, η ιωδοπενία είναι σπάνια στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες.
- Θυρεοειδίτιδες (συνηθέστερα θυρεοειδίτιδα Hashimoto)
- Συγγενή αίτια (συγγενής υποθυρεοειδισμός)
- Ακτινοβολία του θυρεοειδούς (ραδιενεργό ιώδιο)
- Χειρουργική αφαίρεση μέρους ή όλου του θυρεοειδούς (θυρεοειδεκτομή)
- Λήψη φαρμάκων (π.χ. κάποια καρδιολογικά, ψυχιατρικά ή ογκολογικά φάρμακα)
Υποθυρεοειδισμός – Διάγνωση
Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού γίνεται με βάση τις τιμές των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα (TSH, T3 και T4). Η διάγνωση δεν μπορεί συνήθως να τεθεί μόνο με βάση την κλινική εικόνα του ασθενούς γιατί οι κλινικές εκδηλώσεις ποικίλουν, μπορεί να είναι ήπιες (και επομένως εύκολα να διαφύγουν της προσοχής) και συχνά είναι μη ειδικές. Για παράδειγμα, η εύκολη κόπωση, οι μυαλγίες και οι αρθραλγίες μπορεί να οφείλονται σε έντονη σωματική καταπόνηση λόγω του επαγγέλματος του ασθενούς. Επομένως η διάγνωση πάντα τεκμηριώνεται με μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα.
Ιδιαίτερα χρήσιμος είναι και ο απεικονιστικός έλεγχος του θυρεοειδούς (με υπερηχογράφημα), προκειμένου να ελεγχθεί η υφή του θυρεοειδικού ιστού (παρεγχύματος).
Για την αξιολόγηση της αιτιολογίας του υποθυρεοειδισμού θα απαιτηθούν και κάποιες επιπλέον εξετάσεις. Για παράδειγμα, η παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα σε αυξημένη συγκέντρωση είναι ένα εύρημα που παρατηρείται συχνά στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto, που αποτελεί αρκετά συνηθισμένη αιτιολογία υποθυρεοειδισμού.
Η αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού συνίσταται στη χορήγηση λεβοθυροξίνης από το στόμα. Η λεβοθυροξίνη είναι ένα σκεύασμα που μοιάζει αρκετά με την ορμόνη που παράγει ο θυρεοειδής. Χορηγείται υπό τη μορφή δισκίου συνήθως το πρωί μισή ώρα πριν το πρωινό.
Υποθυρεοειδισμός-Θεραπεία
Στόχος της θεραπείας με λεβοθυροξίνη είναι η υποκατάσταση της ελλειμματικής λειτουργίας του θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό, η εν λόγω θεραπεία είναι γνωστή και σας θεραπεία υποκατάστασης.
Μετά την αρχική χορήγηση λεβοθυροξίνης ακολουθεί εργαστηριακός έλεγχος (μέτρηση θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα) περίπου 6 – 8 εβδομάδες μετά. Με βάση τις τιμές αυτές κρίνεται αν η δόση που χορηγείται είναι επαρκής ή όχι. Είναι πιθανόν να χρειαστεί τροποποίηση της αρχικής δόσης προκειμένου τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα να είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια. Μετά την τροποποίηση της δόσης, γίνεται εκ νέου έλεγχος των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Αν είναι μέσα στα φυσιολογικά επίπεδα, αυτό σημαίνει ότι η δόση της λεβοθυροξίνης είναι η ενδεδειγμένη.
Ο νέος έλεγχος των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα ακολουθεί μετά από 6 μήνες και αν και πάλι είναι μέσα στα φυσιολογικά επίπεδα ο έλεγχος επαναλαμβάνεται στη συνέχεια ανά έτος.
Η χειρουργική επέμβαση δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού. Μπορεί εντούτοις να απαιτηθεί αν συνυπάρχουν και άλλες παθολογικές βλάβες από τον θυρεοειδή (π.χ. καρκίνος θυρεοειδούς).